Η οικονομία της ΕΕ προβλέπεται να αποφύγει την ύφεση, αλλά οι αντιξοότητες παραμένουν
Πρώτη καταχώρηση: Δευτέρα, 13 Φεβρουαρίου 2023, 12:52
Σχεδόν ένα έτος μετά την έναρξη του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η οικονομία της ΕΕ εισήλθε στο 2023 σε καλύτερη βάση από ό, τι προβλεπόταν το φθινόπωρο. Σύμφωνα με τις χειμερινές ενδιάμεσες προβλέψεις της Επιτροπής, οι προοπτικές ανάπτυξης για το τρέχον έτος είναι 0,8 % στην ΕΕ και 0,9 % στη ζώνη του ευρώ.
Η Επιτροπή προβλέπει τώρα ότι τόσο στην ΕΕ , όσο και στην ευρωζώνη, θα αποφευχθεί για λίγο η τεχνική ύφεση που αναμενόταν για το τέλος του έτους, ενώ όσον αφορά τον πληθωρισμό οι προβλέψεις της Επιτροπής χαμηλώνουν ελαφρώς τόσο για το 2023 όσο και για το 2024.
Μετά την ισχυρή επέκταση το πρώτο εξάμηνο του 2022, η δυναμική της ανάπτυξης επιβραδύνθηκε το τρίτο τρίμηνο, αν και ελαφρώς λιγότερο από ό, τι αναμενόταν. Το τέταρτο τρίμηνο, παρά τους εξαιρετικούς αρνητικούς κλυδωνισμούς, η οικονομία της ΕΕ απέφυγε τη συρρίκνωση που προβλεπόταν στις φθινοπωρινές προβλέψεις. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης για το 2022 εκτιμάται τώρα σε 3,5 %, τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ.
Ωστόσο, οι αναταράξεις παραμένουν ισχυρές, εκτιμά η Επιτροπή. Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλό ενεργειακό κόστος και ο δομικός πληθωρισμός (ονομαστικός πληθωρισμός εκτός ενέργειας και μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής) εξακολουθούσε να αυξάνεται τον Ιανουάριο, διαβρώνοντας περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Καθώς εξακολουθούν να υφίστανται πληθωριστικές πιέσεις, αναμένεται να συνεχιστεί η αυστηρή νομισματική πολιτική, γεγονός που επιβαρύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα και επηρεάζει αρνητικά τις επενδύσεις.
Η προβλεπόμενη ανάπτυξη βάσει των χειμερινών ενδιάμεσων προβλέψεων για το 2023 κατά 0,8 % στην ΕΕ και κατά 0,9 % στη ζώνη του ευρώ είναι αντίστοιχα κατά 0,5 και 0,6 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη από ό, τι στις φθινοπωρινές προβλέψεις. Ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2024 παραμένει αμετάβλητος, στο 1,6 % και στο 1,5 % για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ, αντίστοιχα.
Μετά την κορύφωσή του το 2022, ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων, τονίζει η Επιτροπή.
«Τρεις διαδοχικοί μήνες συγκράτησης του ονομαστικού πληθωρισμού υποδηλώνουν ότι η κορύφωση βρίσκεται πλέον πίσω μας», αναφέρει η Επιτροπή. Αφού έφθασε στο πρωτοφανές υψηλό επίπεδο του 10,6 % τον Οκτώβριο, ο πληθωρισμός μειώθηκε στη ζώνη του ευρώ στο 8,5 %, με την προκαταρκτική εκτίμηση του Ιανουαρίου. Η πτώση οφειλόταν κυρίως στη μείωση του πληθωρισμού στον τομέα της ενέργειας, ενώ ο δομικός πληθωρισμός δεν έχει ακόμη κορυφωθεί.
Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό αναθεωρήθηκαν ελαφρώς προς τα κάτω σε σύγκριση με το φθινόπωρο, αντανακλώντας κυρίως τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας. Ο ονομαστικός πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί από 9,2 % το 2022 σε 6,4 % το 2023 και σε 2,8 % το 2024 στην ΕΕ. Στη ζώνη του ευρώ, προβλέπεται να επιβραδυνθεί από 8,4 % το 2022 σε 5,6 % το 2023 και σε 2,5 % το 2024.
«Η αβεβαιότητα που περιβάλλει τις προβλέψεις παραμένει υψηλή, αλλά οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι», επισημαίνει η Επιτροπή. Η εγχώρια ζήτηση θα μπορούσε να αποδειχθεί υψηλότερη από την προβλεπόμενη εάν οι πρόσφατες μειώσεις των τιμών χονδρικής του φυσικού αερίου μετακυλιστούν στις τιμές καταναλωτή εντονότερα και η κατανάλωση αποδειχθεί πιο ανθεκτική.
Ωστόσο, στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών εντάσεων δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αντιστροφής των μειώσεων αυτών. Η εξωτερική ζήτηση θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί πιο ισχυρή μετά το εκ νέου άνοιγμα της Κίνας — γεγονός το οποίο, ωστόσο, θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τον παγκόσμιο πληθωρισμό.
Οι κίνδυνοι όσον αφορά τον πληθωρισμό εξακολουθούν να συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τις εξελίξεις στις αγορές ενέργειας, αντικατοπτρίζοντας ορισμένους από τους κινδύνους για την ανάπτυξη που έχουν εντοπιστεί. Ειδικά για το 2024, ελοχεύουν ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό, καθώς οι πιέσεις στις τιμές μπορεί να αποδειχθούν ευρύτερες και πιο παγιωμένες από ό, τι αναμενόταν εάν η αύξηση των μισθών σταθεροποιηθεί σε επίπεδα ανώτερα του μέσου όρου για μια παρατεταμένη περίοδο.
Αναπαραγωγή άρθου από εδώ