«Ο Πολιτισμός ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής»
Το Υπουργείο Πολιτισμού παρουσίασε, σε ειδική εκδήλωση στο Αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης–Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου τη «Μελέτη αποτίμησης των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων των έργων Πολιτισμού», που διεξήχθη από την Deloitte για λογαριασμό του Υπουργείου.Την εκδήλωση οργάνωσε η Επιτελική Δομή ΕΣΠΑ του Υπουργείου Πολιτισμού (ΕΔΕΠΟΛ) και προλόγισε η Υπουργός Λίνα Μενδώνη. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της Deloitte και παρουσιάστηκε από τον Σωτήρη Μπατζιά Partner – Strategy Consulting της Deloitte Ελλάδος.
Αντικείμενο, της εν λόγω μελέτης, ήταν η αποτίμηση των επιπτώσεων έργων πολιτισμού τα οποία χρηματοδοτήθηκαν, μέσω του προγράμματος ΕΣΠΑ 2014-2020, στην απασχόληση και την τοπική, περιφερειακή και εθνική οικονομία, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα του τουρισμού. Η εκπόνηση της μελέτης κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων αποτελεί συνέχεια αντίστοιχης μελέτης που διεξήχθη, για τα αντίστοιχα έργα του προγράμματος ΕΣΠΑ 2007-2013 συμβάλλοντας στη μέτρηση του αναπτυξιακού αποτυπώματος των πολιτιστικών και δημιουργικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Με αφορμή την παρουσίαση της μελέτης η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, έκανε τις εξής επισημάνσεις: «Παρά τη συγκεκριμένη συνταγματική παραδοχή, ότι Πολιτισμός αποτελεί βασικό κοινωνικό αγαθό, στο πλαίσιο της συζήτησης περί της οικονομικής πολιτικής εξακολουθεί να επανέρχεται συχνά, με τη μία ή την άλλη μορφή το ερώτημα: «Αιτιολογούνται δημοσιονομικά μεγάλες δημόσιες επενδύσεις στον Πολιτισμό, όταν η χρηματοδότηση άλλων, κρίσιμων τομέων, όπως είναι η υγεία και η εκπαίδευση αποτελούν προτεραιότητα, και η ανεργία βρίσκεται ακόμη σε υψηλά επίπεδα»; Πίσω από το σκεπτικό αυτό βρίσκεται μια παλιά, εσφαλμένη και επιστημονικά ξεπερασμένη αντίληψη, η οποία θέλει τον Πολιτισμό ως αγαθό πολυτελείας, που επιτρέπεται να απορροφά δημόσιους πόρους μόνο σε περιόδους οικονομικής ακμής και ευμάρειας. Έχοντας ακριβώς επίγνωση όλων αυτών των δεδομένων, τα τελευταία 4,5 χρόνια το Υπουργείο Πολιτισμού –το οποίο ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμπεριλαμβάνει στα «παραγωγικά Υπουργεία»– διαμορφώνει συνειδητά και συστηματικά -μέσω των πολιτικών του- ένα νέο, ευέλικτο και δυναμικό λειτουργικό και αναπτυξιακό μοντέλο πολιτιστικής διαχείρισης, με βάση την επιστημονική γνώση, τη μέγιστη και βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, καθώς και την ορθολογική αξιοποίηση των υφιστάμενων υλικών και ανθρώπινων πόρων, με στόχο την επίτευξη πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος και οικονομίας κλίμακας. Προτεραιότητά μας είναι η ανάπτυξη δημοσίων ρεαλιστικών πολιτικών, με απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα, στην ποιότητα ζωής των πολιτών, στην πολιτιστική επιχειρηματικότητα, στην οικονομική ανάπτυξη. Η ανάδειξη του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα ως ολοκληρωμένου, βιώσιμου αναπτυξιακού εργαλείου, που καλλιεργεί οικοσυστήματα επιχειρηματικότητας, συμβάλλοντας καθοριστικά στη κοινωνική συνοχή. Πρωταγωνιστές στην προσπάθεια αυτή είναι οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες, οι επαγγελματίες του χώρου, οι εργαζόμενοι στο Υπουργείο Πολιτισμού και στους δημόσιους πολιτιστικούς φορείς, οι οποίοι συγκροτούν μια πλειοψηφία, που εκφράζει την ισχυρή και δημιουργική Ελλάδα. Είναι αυτοί, που διαμορφώνουν τη σύγχρονη πολιτιστική φυσιογνωμία της χώρας, αναδεικνύοντας τη σε παγκόσμια Επικράτεια Πολιτισμού».
Βάσει των αποτελεσμάτων της μελέτης, από επενδύσεις ύψους 453 εκατ. ευρώ, οι συνολικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία ανέρχονται σε 1,56 δισ. ευρώ με τον αντίστοιχο πολλαπλασιαστικό συντελεστή να διαμορφώνεται στο 3,44 ευρώ ανά ευρώ επένδυσης σε ορίζοντα πενταετίας (ήτοι για κάθε 1 ευρώ που δαπανάται σε έργα πολιτισμού επιστρέφουν στην οικονομία 3,44 ευρώ). Οι αντίστοιχες επιπτώσεις στη μισθοδοσία και την απασχόληση διαμορφώθηκαν στα 259 εκατ. ευρώ συντηρούμενης μισθοδοσίας και 22.106 συντηρούμενων θέσεων εργασίας από τα έργα πολιτισμού της προγραμματικής περιόδου 2014-2020. Το αποτύπωμα των πολιτιστικών έργων στον τομέα του τουρισμού ήταν εξίσου σημαντικό, με 94 εκατ. ευρώ των πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων ετησίως να σχετίζονται με αυτό τον τομέα.
Στο σύνολο του ΕΣΠΑ που μελετήθηκε, παρατηρείται μια τάση βελτίωσης της απόδοσης των επενδύσεων σε έργα πολιτισμού σε σχέση με τα αποτελέσματα της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου. Η αύξηση της επίδρασης του πολιτιστικού τουρισμού στο σύνολο των τουριστικών εισπράξεων, καθώς και η επίδραση που έχουν οι δαπάνες σε έργα πολιτισμού στην απόδοση του τουριστικού προϊόντος για τη χώρα γίνεται όλο και πιο σημαντική. Αυτό μεταφράζεται σε μια γενικευμένη ανάγκη διατήρησης των δαπανών και επενδύσεων στον τομέα του πολιτισμού συνολικά, ώστε η χώρα να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη τάση.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Επίσης, στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα των έργων: «Ολοκλήρωση κτιριακού συγκροτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης και Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου – Β’ Φάση υλοποίησης / ΕΣΠΑ 2014/2020» από την Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων Ιωάννα Καράνη.
«Εμπλουτισμός των Ψηφιακών Συλλογών των Κινητών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και ανάπτυξη νέου Πληροφοριακού Συστήματος του Εθνικού Αρχείου Μνημείων» από την Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων Μαρία- Ξένη Γαρέζου.
«Επιχορήγηση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την υλοποίηση του έργου «Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης» από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Φεστιβάλ Ορέστη Ανδρεαδάκη.
Επίσης για τον Πολιτισμό και τα Επιχειρησιακά Προγράμματα ΕΣΠΑ 2014-2020 μίλησε ο Προϊστάμενος της Επιτελικής Δομής ΕΣΠΑ του Υπουργείου Πολιτισμού Γιάννης Μυλωνάς.
Ο Σωτήρης Μπατζιάς, Partner Strategy Consulting της Deloitte Ελλάδος δήλωσε τα εξής: «Είναι μεγάλη χαρά μας ως Deloitte να συνεργαζόμαστε με το Υπουργείο Πολιτισμού για μια τόσο σημαντική μελέτη όπως η αποτίμηση των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων των έργων πολιτισμού. Τα ευρήματα της μελέτης δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα για τις θετικές επιπτώσεις των έργων πολιτισμού στην εθνική οικονομία, ιδιαίτερα για τον τουρισμό και εκτιμώ ότι μπορούν να συμπληρώνουν στρατηγικές και προγραμματικούς σχεδιασμούς προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης και της Περιφερειακής συνοχής».
Η ομιλία της Υπουργού Πολιτισμού
Αξιότιμη Κυρία Γενική Διευθύντρια Περιφερειακής και Αστικής Πολιτικής Ανάπτυξης
Σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την παρουσία σας σήμερα εδώ και για τα καλά σας λόγια, κυρίως για τις προτροπές σας.
Αξιότιμε κύριε Περιφερειάρχη Ιονίων Νήσων,
Κύριοι Γενικοί και Ειδικοί Γραμματείς,
Στελέχη των Διαχειριστικών Αρχών και των Ειδικών Υπηρεσιών του ΕΣΠΑ,
Αγαπητοί συνάδελφοι εν τη επιστήμη,
Κυρίες και κύριοι,
Με ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω, σήμερα εδώ, στο Αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης, εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού στη εκδήλωση με θέμα: «Ο Πολιτισμός ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής». Μιας εκδήλωσης, η οποία διοργανώθηκε από την καθ’ ύλην αρμόδια για τον Τομέα Πολιτισμού Επιτελική Δομή του ΕΣΠΑ, και αφορά στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων της μελέτης αποτίμησης των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων των έργων Πολιτισμού στη χρηματοδοτική περίοδο 2014-2020. Η μελέτη αυτή συγχρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Τεχνική Βοήθεια 2014-2020» και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2023. Θεωρούμε ότι συνιστά μια εμπεριστατωμένη, έγκυρη και αντικειμενική συμβολή στην τεκμηρίωση, αποτίμηση και ανάδειξη του καίριου ρόλου του Πολιτισμού ως μοχλού οικονομικής ανάπτυξης και συντελεστή κοινωνικής συνοχής και προόδου της Χώρας μας.
Πεποίθησή μας είναι, ότι ο Πολιτισμός αποτελεί βασικό κοινωνικό αγαθό. Για τον λόγο αυτό, ο συνταγματικός νομοθέτης -σε μια πρωτοτυπία της ελληνικής έννομης τάξης- εντάσσει την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στο κεφάλαιο του Συντάγματος που αναφέρεται στην προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων. Χάρη στην πολύπλευρη και υψηλή πνευματική, επιστημονική, παιδευτική, αισθητική, συμβολική και ψυχολογική του αξία, ο Πολιτισμός συνιστά βασικό και αναντικατάστατο κοινό πλαίσιο αναφοράς, που προσδιορίζει ταυτοτικά, διακρίνει και συνέχει τα μέλη μιας κοινωνίας.
Παρά τη συγκεκριμένη παραδοχή, ωστόσο, στο πλαίσιο της συζήτησης περί της οικονομικής πολιτικής εξακολουθεί να επανέρχεται συχνά με τη μία ή την άλλη μορφή το ερώτημα: «Αιτιολογούνται δημοσιονομικά μεγάλες δημόσιες επενδύσεις στον Πολιτισμό, όταν η χρηματοδότηση άλλων, κρίσιμων τομέων, όπως είναι η υγεία και η εκπαίδευση αποτελούν προτεραιότητα, και η ανεργία βρίσκεται ακόμη σε υψηλά επίπεδα»;
Πίσω από το σκεπτικό αυτό, επιτρέψτε μου να πω ότι βρίσκεται μια παλιά, εσφαλμένη και επιστημονικά ξεπερασμένη αντίληψη, η οποία θέλει τον Πολιτισμό ως αγαθό πολυτελείας, που επιτρέπεται να απορροφά δημόσιους πόρους μόνο σε περιόδους οικονομικής ακμής και ευημερίας.
Απόλυτη πεποίθησή μας, που δεν προκύπτει από κάποιον «πολιτιστικό πατριωτισμό» -αλλά στηρίζεται στη διεθνή επιστημονική έρευνα, και πρωτίστως –όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια– σε ασφαλή δεδομένα και μετρήσιμα στοιχεία από την ελληνική πραγματικότητα- είναι, ότι οι επενδύσεις στον Πολιτισμό -διά της χρηματοδότησης της δημιουργίας και της λειτουργίας πολιτιστικών υποδομών και θεσμών- οφείλουν να αποτελούν πάγια και σταθερή ευρωπαϊκή και εθνική προτεραιότητα.
Καθώς ο Πολιτισμός διαπερνά και επηρεάζει σχεδόν όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και της παραγωγικής δραστηριότητας, διακρίνεται από ισχυρή διττή κοινωνικοοικονομική δυναμική. Ως εκ τούτου, συνιστά βασικό και πολύτιμο πόρο για την ανθρώπινη ανάπτυξη, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη χάραξη πολιτικής σε όλους τους τομείς, οι οποίοι θεωρούνται καθοριστικοί για την κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ειδικά σήμερα, που η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και η αειφορία αποτελούν καίρια ζητούμενα. Εν προκειμένω, ο οικονομικός παράγοντας θεωρείται αλληλένδετος με τον κοινωνικό, τον περιβαλλοντικό και τον πολιτιστικό, και επηρεάζουν από κοινού το ολιστικό και αντιπροσωπευτικό κριτήριο ατομικής και κοινωνικής ευημερίας, που αντανακλά ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ο Human Development Index).
Η θεώρηση του Πολιτισμού, και ιδιαίτερα της πολιτιστικής κληρονομιάς, από υλική και οικονομική σκοπιά εκ πρώτης όψεως εξακολουθεί να ξενίζει. Αντιμετωπίζεται, ακόμη, από ορισμένους με σκεπτικισμό, καχυποψία ή και απόλυτη άρνηση και απόρριψη ως αθέμιτη, προσβλητική και «βέβηλη» απειλή, που οδηγεί στον ευτελισμό και στην εμπορευματοποίησή της. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, είναι επιφανειακή, αντιεπιστημονική και κοντόφθαλμη.
Έχω επανειλημμένως επισημάνει, ότι η πολιτιστική κληρονομιά –οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μνημεία και τα Μουσεία- δεν υφίστανται in vitro. Βρίσκονται σε κάποιον τόπο, συνδέονται με μια κοινότητα, προσελκύουν επισκέπτες, απαιτούν συντήρηση και ανάδειξη, προκαλούν άμεση και έμμεση οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα, εντάσσονται αναπόφευκτα στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Πολιτιστική κληρονομιά απομονωμένη και αποκομμένη από την κοινωνία είναι κληρονομιά «σχολάζουσα», αν όχι νεκρή. Αντιθέτως, όσο πιο οργανική είναι η ένταξή της στη ζωή της κοινωνίας, τόσο περισσότερο αυξάνονται τα κίνητρα και οι δυνατότητες διατήρησης και ανάδειξής της, και τόσο μεγαλύτερο κοινωνικό αποτύπωμα έχει η λειτουργία και η προσφορά των φορέων διαχείρισής της.
Συνεπώς, η κοινωνική αναπτυξιακή δυναμική του Πολιτισμού -και της πολιτιστικής κληρονομιάς ειδικότερα- έχει αναπόφευκτα και μια ισχυρή οικονομική διάσταση, η οποία αναγνωρίζεται και από τη Σύμβαση του Faro του 2005 ως απολύτως συμβατή και βιώσιμη για τη διαχείρισή της επ’ αγαθώ της κοινωνίας. Ο Πολιτισμός, τόσο υπό τη μορφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο και υπό τη μορφή της πολιτιστικής και δημιουργικής βιομηχανίας, θεωρείται διακριτός οικονομικός τομέας, που χρησιμοποιεί πόρους, δημιουργεί προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργεί εισόδημα και θέσεις εργασίας, προσελκύει και υποκινεί επενδύσεις και ως εκ τούτου λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διαχείριση και την παραγωγή Πολιτισμού είναι εγγενώς «πράσινες», καθώς ενσωματώνουν πιο βιώσιμα πρότυπα παραγωγής, κατανάλωσης και χρήσης σε σύγκριση με άλλες βιομηχανίες. Διεθνείς Οργανισμοί, τα Ηνωμένα Έθνη, η UNESCO, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και πολλοί άλλοι, θεωρούν τον Πολιτισμό ως τον τέταρτο πυλώνα της βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό, σιγά-σιγά, έχει αρχίσει και γίνεται κεκτημένο.
Η αποκατάσταση, η ανάδειξη και η απόδοση στο κοινό μνημείων και αρχαιολογικών χώρων, καθώς και η δημιουργία και λειτουργία Μουσείων και άλλων πολιτιστικών υποδομών, γεννά ένα οικοσύστημα άμεσα και έμμεσα συνδεόμενων οικονομικών δραστηριοτήτων, αγοράς, παραγωγής και παροχής υπηρεσιών, τόσο σε τοπικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο. Από αυτό ωφελούνται κυρίως τοπικές επιχειρήσεις παροχής πρώτων υλών και υπηρεσιών. Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στον Πολιτισμό έχει πολλαπλασιαστική επίδραση στην απασχόληση, άμεση για σημαντικό εργατικό και επιστημονικό δυναμικό, κυρίως ντόπιο, στους τομείς που συνδέονται με την πολιτιστική κληρονομιά και τις δημιουργικές βιομηχανίες, αλλά και έμμεση σε συναφείς και εξαρτημένες δραστηριότητες, κυρίως στον τουρισμό και στην παροχή υπηρεσιών. Οι επενδύσεις στον Πολιτισμό μπορούν να αποδώσουν υψηλή προστιθέμενη αξία σε εξωτερικές οικονομίες, που σχετίζονται με αυτόν, και να τον αναδείξουν ως βασικό συντελεστή του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο πολιτιστικός και δημιουργικός τομέας είναι από τους πιο δυναμικούς της τομείς, συνεισφέροντας περίπου το 2,6% του ΑΕΠ της, και παρέχοντας ταυτόχρονα ποιοτικές θέσεις εργασίας σε περίπου 5 εκατομμύρια άτομα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ο Πολιτισμός δημιουργεί, αναπτύσσει, αναβαθμίζει και διαχειρίζεται με μακροπρόθεσμα βιώσιμο τρόπο τα τοπικά και εθνικά αξιοθέατα -ας μου επιτραπεί ή λέξη αυτή- και τους πόλους έλξης, που απαιτεί η δημιουργία, η διατήρηση και η ανταγωνιστικότητα των τουριστικών ροών. Συμβάλλει στη διατήρηση και βελτίωση της ελκυστικότητας του τουριστικού προϊόντος και στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και βιωσιμότητά του, προσφέροντας τα στοιχεία εκείνα που συμβάλλουν στο συνεχή εμπλουτισμό και την ανανέωση της συνολικής προσφερόμενης «εμπειρίας» προς τους επισκέπτες στην επικρατούσα παγκόσμια «οικονομία των εμπειριών», στη δημιουργία, προώθηση και διατήρηση ενός ιδιαίτερου και αναγνωρίσιμου «εμπορικού σήματος» (brandname) και μιας διακριτής ταυτότητας, και εν τέλει στη διαφοροποίηση από τον ανταγωνισμό.
Οι ανωτέρω γενικές παραδοχές υιοθετούνται πλήρως στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία και ανταποκρίνονται στη διεθνή εμπειρία. Ωστόσο, η μελέτη, η κατανόηση και προπαντός η τεκμηρίωση με μετρήσιμα στοιχεία του κοινωνικοοικονομικού αποτυπώματος των επενδύσεων στον τομέα του Πολιτισμού στην Ελλάδα, αποτελούσε για μας μεγάλη και αναγκαία πρόκληση. Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό οι Έλληνες πολίτες και φορολογούμενοι, αλλά και όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες, να διαθέτουν μια πλήρη, αντικειμενική και αξιόπιστη εικόνα για την αποτελεσματικότητα και ανταποδοτικότητα των δημόσιων επενδύσεων στον Πολιτισμό, για το κατά πόσον, δηλαδή, τα χρήματα που διατίθενται πιάνουν τόπο.
Αποτελεί αναμφισβήτητο δεδομένο, ότι εδώ και πολλά χρόνια κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη του τομέα του Πολιτισμού στη χώρα μας διαδραματίζουν κονδύλια που προέρχονται από Κοινοτικούς πόρους, κατά κύριο λόγο το ΕΣΠΑ, και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σήμερα. Στην ουσία, τα πρώτα κονδύλια για τον Πολιτισμό, €402 εκατομμύρια περίπου, αντλήθηκαν από το Επιχειρησιακό Υποπρόγραμμα «Πολιτισμός» και τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα του Β’ Κ.Π.Σ. (1994 – 1999). Στο Γ’ Κ.Π.Σ, ο τομέας του Πολιτισμού αναδείχθηκε ως αυτοτελής τομέας διαρθρωτικής παρέμβασης, με το συνολικό ποσό, που διατέθηκε, να ανέρχεται σε €1,3 δις περίπου. Την επόμενη Προγραμματική Περίοδο του ΕΣΠΑ 2007-2013, η συνολική επένδυση σε έργα Πολιτισμού έφτασε τα €512 εκατομμύρια
Υπό το πρίσμα αυτό, και λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη ευθύνη που δημιουργούσε η μεγάλη διαχρονική επένδυση ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων στον τομέα, το 2014, ως Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού, και έχουσα την ευθύνη των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, ζήτησα από τη αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου, τη σημερινή ΕΔΕΠΟΛ, να εκπονήσει την πρώτη επιστημονική μελέτη των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων των έργων Πολιτισμού στο ΕΣΠΑ 2007-2013. Η μελέτη ανετέθη -κατόπιν διαγωνισμού τότε- στην εταιρεία Deloitte. Η προσέγγιση της οικονομετρίας του Πολιτισμού πραγματοποιήθηκε με βάση τη θεωρία του μοντέλου αλληλεξάρτησης των οικονομικών κλάδων της οικονομίας (μοντέλο Εισροών – Εκροών) του Βασίλι Λεόντιεφ, σύμφωνα με την οποία μια αρχικά αυτόνομη αύξηση των επενδύσεων σε έναν ή περισσότερους κλάδους της οικονομίας οδηγεί με τη σειρά της σε διαδοχικές αυξήσεις στο παραγόμενο προϊόν, τα εισοδήματα, την κατανάλωση και τις θέσεις εργασίας, μικρότερης κάθε φορά κλίμακας, έως ότου το σύστημα επανέλθει σε κατάσταση ισορροπίας.
Η μελέτη αυτή, τότε, κατέστησε σαφές, ότι οι επιπτώσεις που δημιουργούνται στην τοπική και ευρύτερη κοινωνία μέσω της υλοποίησης έργων Πολιτισμού με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ ήταν πολλαπλασιαστικές, καθώς στο σύνολο των δαπανών ύψους 512, περίπου εκατομμυρίων οι συνολικές επιπτώσεις ανήλθαν σε €1,6 δισ. σε παραγόμενο προϊόν, με πολλαπλασιαστικό συντελεστή 3,16. Δηλαδή, για κάθε ευρώ που επενδύθηκε σε έργα Πολιτισμού επέστρεψαν στην Ελληνική οικονομία μέσω των άμεσων, έμμεσων και πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων 3,16 ευρώ.
Σχεδόν 10 χρόνια αργότερα, και με βάση την πρώτη αυτή αποτίμηση, κρίναμε σκόπιμη την επανάληψη της μελέτης με αντικείμενο αυτή τη φορά τα έργα ΕΣΠΑ της περιόδου 2014-2020, ακολουθώντας παρόμοια μεθοδολογία, ώστε τα αποτελέσματα να είναι συγκρίσιμα. Και αυτή η μελέτη διενεργήθηκε από την Deloitte, γεγονός που προσέφερε περαιτέρω συμβατότητα και ομοιομορφία ως προς την ανάλυση και αξιολόγηση των στοιχείων. Το αποτέλεσμα αποδείχθηκε ακόμα πιο εμφατικό, καθώς από επενδύσεις ύψους 453 εκατομμυρίων -τα προηγούμενα ήταν 512- οι συνολικές επιπτώσεις ανήλθαν σε €1,56 δισ., με τον αντίστοιχο πολλαπλασιαστικό συντελεστή να διαμορφώνεται αυτή τη φορά υψηλότερα, στα 3,44 ευρώ για κάθε ευρώ επένδυσης. Οι αντίστοιχες επιπτώσεις στη μισθοδοσία και την απασχόληση διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, με €259 εκατ. να επιστρέφουν στην οικονομία ως δαπάνες μισθοδοσίας και περίπου 22.000 θέσεις εργασίας να συντηρούνται από τα έργα Πολιτισμού της τελευταίας Προγραμματικής Περιόδου. Το εξωτερικό αποτύπωμα των έργων Πολιτισμού στον στενά διασυνδεόμενο τομέα του Τουρισμού αποδείχθηκε ακόμη εντονότερο, με €94 εκατομμύρια των πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων ετησίως να αφορούν τον τομέα του τουρισμού.
Στη συνέχεια, ο Σωτήρης Μπατζιάς, στέλεχος της Deloitte, θα προχωρήσει σε μια αναλυτική και σε βάθος παρουσίαση της μεθοδολογίας, του πεδίου εφαρμογής και των αποτελεσμάτων της διενεργηθείσας μελέτης. Ο Προϊστάμενος της Επιτελικής Δομής ΕΣΠΑ του Υπουργείου Πολιτισμού Γιάννης Μυλωνάς θα παρουσιάσει τη συνολική εικόνα του χρηματοδοτικού προγράμματος στον τομέα Πολιτισμού και των έργων που υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2014-2020, για να ακολουθήσει η παρουσίαση τριών έργων, διαφορετικού φυσικού αντικειμένου και προσανατολισμού, που είναι ωστόσο ενδεικτικά του μεγάλου εύρους των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν σε επιμέρους τομείς, τόσο της πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο και του σύγχρονου πολιτισμού, από τις φυσικές και τις ψηφιακές υποδομές έως την ενίσχυση δράσεων εξωστρέφειας και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Θα ήθελα να επισημάνω το βασικό συμπέρασμα, ότι οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των έργων Πολιτισμού όχι μόνο διατηρούνται, αλλά διαχρονικά αυξάνονται αναπτύσσοντας περαιτέρω δυναμική, γεγονός που αναδεικνύει περίτρανα τη σημασία της επένδυσης στο πολιτιστικό αγαθό. Όταν μάλιστα το πολιτιστικό αγαθό μετατρέπεται και σε τουριστικό προϊόν, τότε η σημασία της επένδυσης μεγιστοποιείται. Ο πολιτιστικός τουρισμός φαίνεται ότι συμβάλλει με όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στον τουρισμό της Επικράτειας, γεγονός που μεταφράζεται σε μια γενικευμένη ανάγκη διατήρησης των δαπανών και επενδύσεων στον τομέα του Πολιτισμού συνολικά, ώστε η Χώρα να επωφεληθεί τα μέγιστα από την παραγόμενη υπεραξία.
Με βάση τα αποτελέσματα και της μελέτης –που παρουσιάζουμε σήμερα- αποδεικνύεται -και επιστημονικά- αυτό που διακηρύσσουμε με σταθερότητα όλα αυτά τα τελευταία χρόνια: Ότι ο Πολιτισμός όχι μόνον αποτελεί ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας, αλλά και κρίσιμο στρατηγικό παράγοντα για την οικονομική και κοινωνική της συνοχή και ανάπτυξη. Είναι ένα προνομιακό πεδίο στο οποίο η ελληνική οικονομία και κοινωνία μπορούν με υψηλές αξιώσεις να στηρίξουν την εξέλιξη και την πρόοδό τους και η Χώρα συνολικά να εδραιώσει διεθνώς την προσφορά, την προβολή και την επιρροή της στην Ευρώπη και στον κόσμο του 21ου αιώνα.
Έχοντας ακριβώς επίγνωση όλων αυτών των δεδομένων, τα τελευταία 4,5 χρόνια το Υπουργείο Πολιτισμού –το οποίο ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμπεριλαμβάνει στα «παραγωγικά Υπουργεία», απολύτως σωστά και για πρώτη φορά– διαμορφώνει συνειδητά και συστηματικά μέσω των πολιτικών του ένα νέο, ευέλικτο και δυναμικό λειτουργικό και αναπτυξιακό μοντέλο πολιτιστικής διαχείρισης, με βάση την επιστημονική γνώση, τη μέγιστη και βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, καθώς και την ορθολογική αξιοποίηση των υφισταμένων υλικών και ανθρώπινων πόρων, με στόχο την επίτευξη πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος και οικονομίας κλίμακας. Προτεραιότητά μας είναι η ανάπτυξη δημοσίων ρεαλιστικών πολιτικών με απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα στην ποιότητα ζωής των πολιτών, στην πολιτιστική επιχειρηματικότητα, στην οικονομική ανάπτυξη. Η ανάδειξη του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα ως ολοκληρωμένου, βιώσιμου αναπτυξιακού εργαλείου, που καλλιεργεί οικοσυστήματα επιχειρηματικότητας, συμβάλλοντας καθοριστικά στη κοινωνική συνοχή. Πρωταγωνιστές στην προσπάθεια αυτή είναι οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες, οι επαγγελματίες του χώρου, οι εργαζόμενοι στο Υπουργείο Πολιτισμού και στους δημόσιους πολιτιστικούς φορείς, οι οποίοι συγκροτούν μια πλειοψηφία, που εκφράζει την ισχυρή και δημιουργική Ελλάδα. Είναι αυτοί, που διαμορφώνουν τη σύγχρονη πολιτιστική φυσιογνωμία της χώρας, αναδεικνύοντας την σε παγκόσμια Επικράτεια Πολιτισμού.
Σήμερα, με ευρωπαϊκούς πόρους, του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, το Υπουργείο Πολιτισμού υλοποιεί το μεγαλύτερο πρόγραμμα έργων υποδομών –περισσότερα από 800 έργα και δράσεις, προϋπολογισμού περίπου 1,25 δισ. ευρώ- επιπροσθέτως των συμβατικών έργων ρουτίνας. Καλύπτουν κάθε πτυχή του Πολιτισμού, την πολιτιστική κληρονομιά, όλων των μορφών και όλων των περιόδων, τη σύγχρονη δημιουργία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, και απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους όλων των ειδικοτήτων. Ο τομέας μετατρέπεται σε μήτρα απασχόλησης, σε μοχλό ανάπτυξης και εξωστρέφειας, σε εργαλείο άμβλυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων.
Για κάθε μία από τις 13 Περιφέρειες της χώρας, έχουμε συγκροτήσει την «Πολιτιστική Χάρτα Ανάπτυξης και Ευημερίας», με έργα υποδομών διασυνδεδεμένα με δράσεις, που ενδυναμώνουν τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία και ενισχύουν τον πολιτιστικό τουρισμό, αλλά και με τις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Η Πολιτιστική Χάρτα αποτελεί τον οδικό χάρτη για την αναγέννηση και ανάδειξη του Πολιτισμού ως στρατηγικού αναπτυξιακού πόρου και ως σημαντικού παράγοντα κοινωνικής συνοχής και ευημερίας. Σημαντικές δράσεις, μείζονα έργα για τις τοπικές κοινωνίες, αλλά ουσιαστικά διεθνούς βεληνεκούς, αποδίδονται σταδιακά ως το 2027- 2028. Έργα που αλλάζουν τον πολιτιστικό χάρτη της χώρας και δημιουργούν ένα εντελώς νέο πολιτιστικό τοπίο σε κάθε Περιφέρεια και συνολικά στην Επικράτεια.
Η «Εθνική Πολιτιστική Χάρτα», η οποία συντίθεται από τις 13 Περιφερειακές Χάρτες, εξειδικεύεται και εξελίσσεται διαρκώς, και ήδη παρουσιάζει σημαντικά οφέλη για την οικονομία και για την κοινωνία.
Οι βασικοί άξονες της Πολιτιστικής Χάρτας συνοψίζονται στα εξής:
1. Διασφάλιση των προϋποθέσεων, οικονομικών και οργανωτικών, καθώς και δημιουργία, διατήρηση και διαρκή βελτίωση των υποδομών και των υπηρεσιών που συνδέονται με την προστασία, συντήρηση, ανάδειξη, προβολή, προσβασιμότητα και εμπειρία της πολιτιστικής κληρονομιάς από το ευρύ κοινό σε όλες τις πτυχές και εκφάνσεις της, τις υλικές και άυλες, με αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών για τη βελτίωση της χρηστικότητας, της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας. Η μέριμνα και η συνεχής φροντίδα του Υπουργείου Πολιτισμού για την μελέτη, την προστασία, τη συντήρηση, την αναστήλωση και ανάδειξη μνημείων και αρχαιολογικών χώρων αναφέρεται στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας και καλύπτει ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές, προσδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην περιφέρεια.
2. Υποστήριξη και ενίσχυση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και της δημιουργικής βιομηχανίας με την υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων που δίνουν απαντήσεις σε χρόνια προβλήματα.
3. Σχεδίαση και υλοποίηση συνεργειών και συμπράξεων για συνδυαστική αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης δημιουργίας με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην επίτευξη «έξυπνης», βιώσιμης, αειφόρου και καθολικής ανάπτυξης σε τοπικό, περιφερειακό και διαπεριφερειακό επίπεδο. Ο εμπλουτισμός, η αναζωογόνηση και η συνδυαστική αξιοποίηση του κεφαλαίου της πολιτιστικής κληρονομιάς με στοιχεία της σύγχρονης πολιτιστικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, και ταυτόχρονα με το τοπικό μείγμα προϊόντων, υπηρεσιών και κοινωνικών δραστηριοτήτων κάθε περιοχής, αποτελεί μια σημαντική πτυχή αυτής της προσπάθειας, που στοχεύει στην ανάδειξη και αξιοποίηση του συνόλου του πολιτιστικού αποθέματος της Χώρας.
Μέσα από τα Προγράμματα του ΕΣΠΑ, του Ταμείου Ανάκαμψης, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων έχουμε προσπαθήσει να καλύψουμε τις ανάγκες και να ενισχύσουμε τις αναπτυξιακές ευκαιρίες σε κάθε σημείο της Χώρας. Η μέγιστη και βέλτιστη δυνατή αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων –ειδικά από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία– προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί κεντρικό άξονα της πολιτικής μας.
Κυρίες και κύριοι,
Όλα όσα παρατέθηκαν έως τώρα και όσα θα έχετε την ευκαιρία να ακούσετε στη συνέχεια, θεωρώ ότι αποδεικνύουν αντικειμενικά, με απτά τεκμήρια και μετρήσιμα στοιχεία, η εξαιρετικά μεγάλη σημασία των επενδύσεων σε έργα του τομέα Πολιτισμού για τη διατήρηση και τόνωση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και προόδου. Η αναγνώριση αυτή δικαιώνει τη συστηματική και εργώδη προσπάθεια που καταβάλλουν οι υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση ολόκληρου του πολιτιστικού τομέα στη διεκδίκηση μεριδίου ανάλογου της προσφοράς του στην κατανομή των πόρων της Προγραμματικής Περιόδου του ΕΣΠΑ 2021-2027.
Κλείνοντας, δεν χρειάζεται να πω τι χρωστάμε στην Ευρώπη- τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς την Ευρώπη. Όμως, θα ήθελα να εκφράσω, ειλικρινά, τις θερμές μου ευχαριστίες και τα συγχαρητήριά μου προς την ομάδα της Deloitte, Σωτήρη, προς τα στελέχη της Επιτελικής Δομής του ΕΣΠΑ, Γιάννη, και των όλων των υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στις πολιτικές ηγεσίες και τα στελέχη των Υπουργείων Ανάπτυξης, Οικονομίας και Οικονομικών, προς τους Περιφερειάρχες και τα στελέχη των Διαχειριστικών Αρχών των Περιφερειών, προς τα πολυάριθμα επώνυμα και ανώνυμα μέλη του Δημόσιου και του Ιδιωτικού τομέα και τις ευρύτερες παραγωγικές δυνάμεις της Χώρας, που εργάστηκαν μεθοδικά για τον σχεδιασμό, τον συντονισμό και την υλοποίηση των έργων, έχοντας επίγνωση της αξίας τους για το μέλλον της πατρίδας μας. Τέλος, κλείνω από εκεί που ξεκίνησα. Κυρία Γενική Διευθύντρια, δεδομένου ότι κατέχετε εσείς, από την αγαπημένη μας Κύπρο, τη συγκεκριμένη θέση, όσο και να προσπαθούμε να σας δούμε αντικειμενικά, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γενικό, αυτό το οποίο όλοι αισθανόμαστε. Ότι σας έχουμε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, κοντά μας, στην προσπάθεια που κάνουμε, όχι μόνο ως Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και ως Ελλάδα.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Αναπαραγωγή άρθου από εδώ