Κείμενο του Νίκου Μαζιώτη, καταδικασμένου για τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, για την 4η απόρριψη της υφ’ όρων αποφυλάκισης
Διαβάστε το κείμενο του Νίκου Μαζιώτη, όπως εστάλη στη «Ζούγκλα» από το περιβάλλον του.
«Το τελευταίο συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας (29/9/2023) απέρριψε το αίτημά μου (για 4η φορά) για υφ’ όρων αποφυλάκιση με την ίδια αιτιολογία όπως και τα 3 προηγούμενα, δηλαδή τα πειθαρχικά για τα οποία έχω τιμωρηθεί στο παρελθόν, έχουν διαγραφεί και κανονικά δεν θα έπρεπε να μετράνε σύμφωνα με τον σωφρονιστικό κώδικα για την υφ’ όρων αποφυλάκιση. Όμως αυτή τη φορά το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας στο σκεπτικό της απόρριψης προχώρησε ένα βήμα παραπέρα από τα προηγούμενα συμβούλια αποδεικνύοντας ότι έχει την ίδια λογική που είχαν παλιότερα τα όργανα του κράτους των δωσίλογων, του μετεμφυλιακού κράτους και της χούντας, όταν ζητούσαν δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης από αγωνιστές όπως επίσης αποδεικνύει ότι έχει την ίδια λογική της Ιεράς Εξέτασης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Παραθέτω αυτούσιο το επίμαχο απόσπασμα της απόφασης:
[…] «Ωστόσο η επανειλημμένη τέλεση σοβαρών παραπτωμάτων που στοιχειοθετούν συνάμα και ποινικά αδικήματα καταδεικνύει την έλλειψη αυτοπειθαρχίας και συμμόρφωσης του αιτούντος προς τους βασικούς κανόνες του σωφρονιστικού συστήματος, τη σταθερή ροπή του προς την τέλεση αξιόποινων πράξεων και συνεπώς τον μη επαρκή σωφρονισμό του και την έλλειψη ηθικής βελτίωσής του, προς τον σκοπό της μεταστροφής του και της δυνατότητας της ομαλής επανένταξής του στη κοινωνία σε περίπτωση απόλυσής του από το κατάστημα κράτησης.
Επιπλέον κατά την αυτοπρόσωπη εξ αποστάσεως, μέσω τεχνολογικών μέσων, εμφάνιση του αιτούντος στο συμβούλιο το τελευταίο, επέδειξε ιδιαίτερα επιθετική προς το συμβούλιο συμπεριφορά, καθώς και πλήρη απαξίωση προς τη δικαιοσύνη και το σωφρονιστικό σύστημα, δήλωσε δε ότι θεωρεί τον εαυτό του πολιτικό κρατούμενο, ενώ παράλληλα δεν έδειξε να έχει αντιληφθεί την ιδιαίτερη απαξία των εγκληματικών πράξεων που έχει τελέσει. Εξάλλου, σύμφωνα με τη δήλωσή του ενώπιον του συμβουλίου, ο εγκλεισμός αποτελεί μόνο τιμωρία και δεν δύναται να επιτελέσει οποιονδήποτε άλλο σκοπό, όπως τον σωφρονισμό των κρατουμένων.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Από τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα προκύπτει ότι η διαγωγή του αιτούντος κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.
Ειδικότερα, ο ανωτέρω κρατούμενος επανειλημμένα προέβη στη τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία δεν φαίνεται να αναγνωρίζει ως εσφαλμένα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η όποια καλή συμπεριφορά αυτός εκδηλώνει το τελευταίο διάστημα κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής του, είναι προσχηματική και κατ’ επίφαση μόνο καλή, προφανώς εν αναμονή της υφ’ όρον απόλυσής του, μαρτυρεί δε αδυναμία συμμόρφωσής του προς τους κανόνες της φυλακής και κατ’ επέκταση της κοινωνικής συμβίωσης, ως στοιχείο του χαρακτήρα του, αλλά και σταθερή ροπή προς την παραβατική συμπεριφορά.
Με τη συμπεριφορά του αυτή ο αιτών κατέδειξε ότι δεν εκπληρώθηκε στην περίπτωσή του ο σκοπός του νομοθέτη με την εισαγωγή του στο θεσμό της απόλυσης υπό όρον, ο οποίος δεν είναι άλλος από το να αποτελέσει ένα ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο στον κατάδικο για την επιδιωκόμενη ηθική βελτίωσή του, διότι για τον μεν χρόνο της παραμονής του στη φυλακή έχει αυτός συμφέρον να ζει κατά νόμο προσδοκώντας την απόλυσή του υφ’ όρον, κατά δε τον χρόνο της δοκιμασίας επίσης έχει συμφέρον να ζει κατά νόμο, φοβούμενος τον επανεγκλεισμό του στη φυλακή. Έτσι επιτυγχάνεται η ηθική του συμμόρφωση και βελτίωση, καθώς εθίζεται στον φιλόνομο βίο και γίνεται δημιουργός της δικής του έντιμης ζωής. Όλοι οι ανωτέρω στόχοι δεν εκπληρώθηκαν στην περίπτωση του παρόντος καταδίκου, απέδειξε δηλαδή, με την ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενη συμπεριφορά του ότι δεν έχει επαρκώς σωφρονιστεί, γεγονός που άλλωστε ο ίδιος παραδέχτηκε ενώπιον του συμβουλίου, και δεν παρουσιάζει τα εχέγγυα ότι ως απολυόμενος θα διάγει έντιμο βίο και δεν θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις. Η επανειλημμένη τέλεση δηλαδή πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τον χρόνο κράτησής του καταδεικνύει την έλλειψη της σωφρονιστικής βελτίωσης και πραγματικής επιθυμίας για νομιμόφρονα διαβίωση και την μη συνέτισή του, παρά την πολυετή παραμονή του σε καταστήματα κράτησης……», καταλήγοντας ότι για όλους αυτούς τους λόγους απορρίπτεται το αίτημά μου για υφ’ όρων αποφυλάκιση για να αποτραπεί υποτίθεται η τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Τι λέει ακριβώς αυτό το «μνημείο» ιεροεξεταστικής επιχειρηματολογίας; Δεν με αποφυλακίζουν υπό όρους γιατί:
- Δηλώνω –μετά από δικό τους ερώτημα– ότι είμαι πολιτικός κρατούμενος.
- Δεν αντιλαμβάνομαι την ιδιαίτερη απαξία των εγκληματικών πράξεων που έχω τελέσει, εννοώντας φυσικά τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, την οποία δεν την θεωρώ ούτε εγκληματική, ούτε ως «τρομοκρατία».
- Θεωρώ όπως δήλωσα στο συμβούλιο ότι ο εγκλεισμός στη φυλακή είναι αποκλειστικά και μόνο τιμωρία και ότι δεν «σωφρονίζει», προσθέτοντας κάτι που δεν αναφέρουν στο σκεπτικό της απόφασης, ότι θα έπρεπε να αρκεστούν ότι έχω εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής μου και ότι δεν πρόκειται να αλλάξω χαρακτήρα και να «σωφρονιστώ» ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια.
Είχα τοποθετηθεί δημόσια και στο παρελθόν όταν το συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας είχε απορρίψει για 3η φορά το αίτημά μου, ότι τα πειθαρχικά που επικαλούνται είναι προσχηματική αφορμή και ότι ο πραγματικός λόγος είναι πολιτικός, δηλαδή αυτό για το οποίο βρίσκομαι στη φυλακή, για το ότι έχω καταδικαστεί για τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και γιατί δεν έχω αναθεωρήσει, αποκηρύξει ή μετανοήσει για τη δράση της οργάνωσης. Έρχεται τώρα το πρόσφατο συμβούλιο πλημμελειοδικών Λαμίας να το επιβεβαιώσει αυτό πανηγυρικά όταν στο σκεπτικό του τώρα πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα από τα προηγούμενα, επικαλείται φρονηματικούς λόγους, το ότι δήλωσα στην ακρόαση μέσω skype, ότι είμαι πολιτικός κρατούμενος, ότι δεν αντιλαμβάνομαι «την ιδιαίτερη απαξία των εγκληματικών πράξεων» που έχω τελέσει, δηλαδή τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και ότι αρνούμαι να «σωφρονιστώ».
Είναι γνωστό στο πανελλήνιο και σε όσους διαβάζουν στο διαδίκτυο τις πολιτικές τοποθετήσεις μου στα δικαστήρια του Επαναστατικού Αγώνα –και οι δικαστές είναι ενημερωμένοι γι’ αυτές– ότι υπερασπίστηκα τη δράση της οργάνωσης ως πολιτική δράση και ότι θεωρώ και είμαι πολιτικός κρατούμενος άσχετα αν αυτό αναγνωρίζεται από το κράτος. Άρα τι περιμένανε από μένα; Ότι θα απαρνιόμουν αυτό που είμαι; Και εφόσον παραμένω συνεπής όσον αφορά την πολιτική υπεράσπιση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, τι περιμένουν από μένα; Να αντιληφθώ «την ιδιαίτερη απαξία των εγκληματικών πράξεων» που υποτίθεται ότι έχω τελέσει, δηλαδή τη δράση της οργάνωσης την οποία ουδόλως θεωρώ –και δεν είναι όπως και για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας– εγκληματική δράση ούτε «τρομοκρατία» αλλά πολιτική δράση;
Δεν απολογήθηκα ποτέ ως εγκληματίας ούτε αισθάνθηκα ποτέ ένοχος για κάποιο έγκλημα. Το να έχουν τέτοιες απαιτήσεις από εμένα, θα μπορούσα να πω ότι με προσβάλλει όμως τα επιχειρήματά τους στην πραγματικότητα τους εκθέτουν γιατί αντλούνται είτε από την εποχή που το ελληνικό κράτος των δωσίλογων ζητούσε από τους αγωνιστές δηλώσεις μετανοίας, είτε από την εποχή της Ιεράς Εξέτασης. Είχα τοποθετηθεί σε προηγούμενο κείμενό μου ότι το ελληνικό κράτος έχει μια συνέχεια και μια συνέπεια όσον αφορά την αντιμετώπιση των αγωνιστών και των πολιτικών αντιπάλων του από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, της κατοχής, του εμφυλίου και μετά ή στη χούντα του 1967-’74.
Αυτό που διαχρονικά επιθυμεί το κράτος και τα όργανά του, π.χ. οι δικαστές, είναι το σπάσιμο του φρονήματος των αγωνιστών, το να αρνηθούν την πολιτική τους ταυτότητα, τον ίδιο τον αγώνα τους και τις ιδέες τους φυσικά από τις οποίες πηγάζει άλλωστε και η δράση τους. Γι’ αυτό και ζητούσαν τότε δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης ως κριτήριο και εχέγγυο «σωφρονισμού» και «ηθικής βελτίωσης» για την αποφυλάκιση των αγωνιστών όπως τη γνωστή δήλωση, «αποκηρύσσω τον κομμουνισμό ως φθοροποιό για την πατρίδα…. ..….». Αυτό γινόταν και στην Μακρόνησο, τον τότε νέο «Παρθενώνα» όπου μέσω βασανιστηρίων επεδίωκαν την «ηθική βελτίωση», την «ανάνηψη», την «αναμόρφωση», τον «σωφρονισμό» των κρατουμένων «ληστοσυμμοριτών» και «αντεθνικών στοιχείων» έτσι ώστε να επανενταχτούν ως υγιώς σκεπτόμενοι πολίτες στην κοινωνία. Πολλές υπήρξαν οι περιπτώσεις που στρατοδίκες ή δικαστές έλεγαν στον κρατούμενο «κάνε μια δήλωση μετανοίας, να πας στο σπίτι σου, στην οικογένειά σου»! Πάρα πολλοί αρνιόντουσαν να κάνουν αυτή την ταπεινωτική και εξευτελιστική δήλωση και παρέμεναν στην φυλακή ενώ πολλοί άλλοι για τον ίδιο λόγο επέλεγαν το εκτελεστικό απόσπασμα.
Η ίδια λογική υπήρχε και την εποχή της Ιεράς Εξέτασης που είτε έκαιγε «αιρετικούς» αφού πρώτα επιχειρούσε να τους αποσπάσει με βασανιστήρια ομολογία για το λάθος των απόψεών στους, είτε ζητούσε από άλλους με την απειλή θανάτου στην πυρά (π.χ. Γαλιλαίος), να παραδεχτούν τα λάθος των απόψεών τους.
Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, τις περασμένες δεκαετίες, το κράτος ζητούσε από τους κρατούμενους του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης δηλώσεις αποκήρυξης όχι των ιδεολογικών τους πεποιθήσεων αλλά της οργάνωσης που ανήκαν και της πρακτικής του ένοπλου αγώνα με ανταλλάγματα διάφορα οφέλη (π.χ. λιγότερη φυλακή, καλύτερες συνθήκες κράτησης). Στην Ιταλία μάλιστα υπήρχε ειδικός νόμος για τους μεταμεληθέντες. Και στην Ελλάδα υπήρξαν ανάλογες περιπτώσεις. Όμως τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στη Λατινική Αμερική πολλοί από αυτούς που συμμετείχαν στα αντάρτικα κινήματα και φυλακίστηκαν παρέμειναν αμετανόητοι όσον αφορά τις επιλογές τους και από αυτούς οι πιο βαριά καταδικαστέντες, κυρίως οι ισοβίτες, εξέτισαν δεκάδες χρόνια φυλακή που κυμαίνονταν από 15 έως 30 χρόνια ενώ αρκετοί άλλοι πέθαναν στις φυλακές αμετανόητοι. Σήμερα εξακολουθεί από εκείνη την εποχή να παραμένει ακόμα στη φυλακή ο Ζωρζ Ιμπραήμ Αμπνταλλά, ο μακροβιότερος πολιτικός κρατούμενος στην Ευρώπη, ο οποίος είναι φυλακισμένος στη Γαλλία για 39 ολόκληρα χρόνια, από το 1984 και ενώ θα μπορούσε να έχει αποφυλακιστεί εδώ και πολλά χρόνια –μετά τα 20 χρόνια κράτησης– παραμένει στη φυλακή γιατί είναι αμετανόητος.
Σήμερα, τα μέλη των δικαστικών συμβουλίων Λαμίας ζητούν από εμένα για να με αποφυλακίσουν υπό όρους να παραδεχτώ ότι έκανα εγκλήματα και να αποδεχτώ την απαξία τους, ότι δεν είμαι πολιτικός κρατούμενος, να παραδεχτώ ότι τα πειθαρχικά ήταν λάθος κλπ, κλπ. Προφανώς αυτό είναι το κριτήριο του «σωφρονισμού: η αναθεώρηση, η μετάνοια, η συγνώμη. Όμως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ΠΟΤΕ.
Όμως το γεγονός ότι πριν από λίγο καιρό αποφυλακίστηκε υπό όρους η συντρόφισσα Πόλα Ρούπα αποδεικνύει ότι δεν έχουν όλα τα δικαστικά συμβούλια την ίδια ιεροεξεταστική οπτική που έχουν αυτά της Λαμίας που κρίνουν την περίπτωσή μου. Η συντρόφισσα Ρούπα αποφυλακίστηκε υπό όρους με την πρώτη αίτηση που έκανε όταν συμπλήρωσε το όριο που θέτει ο νόμος, τα 12 χρόνια μικτά, δηλαδή 8,5 χρόνια καθαρά στη φυλακή συν 4 χρόνια ευεργετικού υπολογισμού εργασίας και έχοντας την ίδια ακριβώς ποινή με εμένα, 20 χρόνια κατά συγχώνευση. Και παρότι είχε 2 πειθαρχικά ανενεργά – όπως είναι και τα δικά μου– είχε θετική εισήγηση από την αρμόδια εισαγγελέα, δεν πέρασε καν ακρόαση μέσω skype από το δικαστικό συμβούλιο της Θήβας και δεν τέθηκαν καν ζητήματα φρονηματικού χαρακτήρα όπως αυτά που επικαλείται το δικαστικό συμβούλιο Λαμίας στην περίπτωσή μου, περί «σωφρονισμού», «μεταστροφής χαρακτήρα» και της πολιτικής φύσης των πράξεων για τις οποίες βρίσκομαι στη φυλακή.
Η δε στάση της συντρόφισσα Ρούπα ουδόλως διέφερε από τη δική μου. Μαζί αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μας στον Επαναστατικό Αγώνα, μαζί υπερασπίσαμε τη δράση της οργάνωσης ως πολιτική δράση μέσα και έξω από τα δικαστήρια και παραμείναμε συνεπείς καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής μας. Ούτε κατά διάνοια μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η συντρόφισσα Ρούπα «μετέστρεψε» τον χαρακτήρα της μέσα στη φυλακή, ούτε άλλαξε τις πολιτικές πεποιθήσεις και τις απόψεις της και αποφυλακίστηκε αμετανόητη με το κεφάλι ψηλά. Αυτό είναι στην πραγματικότητα η δική μας πολιτική νίκη απέναντι στο κράτος. Στην περίπτωση της συντρόφισσας, το δικαστικό συμβούλιο της Θήβας υιοθετώντας τη θετική εισήγηση της εισαγγελέα, αποφάσισε όχι με κριτήρια φρονηματικού-πολιτικού χαρακτήρα αλλά αποκλειστικά με το κριτήριο που θέτει ο νόμος, ότι αφενός με τις τυπικές προϋποθέσεις έχει εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής της τα 3/5, και αφετέρου με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, ότι τα πειθαρχικά για τα οποία έχει τιμωρηθεί έχουν διαγραφεί ως μη υπάρχοντα, δεν μετράνε για τη χορήγηση της υφ’ όρων αποφυλάκισης και δεν έχει διαπράξει άλλα πειθαρχικά τα τελευταία χρόνια.
Μάλιστα η εισαγγελέας στη θετική εισήγησή της για την υφ’ όρων αποφυλάκιση της συντρόφισσας, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην προβληματική χρήση και ερμηνεία του όρου «κατ’ επίφαση καλή συμπεριφορά» που χρησιμοποιούν τα δικαστικά συμβούλια για να απορρίπτουν –όπως και στη δική μου περίπτωση– τις αιτήσεις για υφ’ όρων αποφυλάκιση, τονίζοντας ότι η αναγωγή συμπεράσματος για τη διαγωγή του καταδίκου «δεν πρέπει να είναι μια διαδικασία διαπιστωτική των μύχιων σκέψεων και φρονημάτων του καταδίκου […], να καταδύεται ο δικαστής στη λεγόμενη ‘‘άβυσσο’’ της ψυχής του καταδίκου για να διαγνώσει αν η διαγωγή του υπήρξε πράγματι ή κατ’ επίφαση καλή […] και ότι είναι πιθανή η διολίσθηση σε διατύπωση δικαστικών κρίσεων οι οποίες θα διέπονται από προσωπικά-φρονηματικά κριτήρια ενώ επιπλέον θα απαιτείται η επίδειξη από τον κρατούμενο ηθικών αξιών κατά την εκάστοτε προσωπική αξιακή κλίμακα του δικαστή….».
Ό, τι ακριβώς δηλαδή ζητούν από εμένα τα δικαστικά συμβούλια της Λαμίας τα οποία έχουν τη φιλοδοξία και την αυταπάτη να μου αλλάξουν τα μυαλά, τον χαρακτήρα και τις ιδέες μου. Σε αντίθεση με το επιχείρημα της «κατ’ επίφαση καλής συμπεριφοράς» που επικαλούνται στην περίπτωσή μου, ποτέ δεν δήλωσα κάτι προσχηματικό στις πολιτικές μου τοποθετήσεις στα δικαστήρια αδιαφορώντας για τις ποινικές συνέπειες ούτε έκανα το ίδιο τώρα για να αποφυλακιστώ, ούτε υποκρίθηκα κάτι άλλο από αυτό που είμαι καθ’ όλη τη διάρκεια της έκτισης της ποινής μου. Ποτέ δεν το «έπαιξα» καλός κατά τα πιστεύω των μελών των δικαστικών συμβουλίων, τα οποία απέχουν έτη φωτός από τα δικά μου πιστεύω ούτε επέδειξα καμιά «ευελιξία» όσον αφορά τις αρχές και τη στάση μου. Αντίθετα όλη η στάση μου, οι πολιτικές τοποθετήσεις μου στα δικαστήρια του Επαναστατικού Αγώνα, η πολιτική συνέπειά μου και ό, τι έχω δηλώσει μέχρι τώρα στα συμβούλια αναστολών, μόνο εις βάρος μου απέβησαν με πλήρη επίγνωση. Γιατί έχω μάθει να πληρώνω το αντίτιμο των πολιτικών αγωνιστικών επιλογών μου και να έχω το δικαίωμα της παρρησίας χωρίς να κάνω εκπτώσεις. Στην πραγματικότητα με βάση τα φρονηματικά-πολιτικά κριτήριά τους και την αυθαίρετη επίκληση της «κατ’ επίφαση καλής συμπεριφοράς» παρά το γεγονός ότι έχω πάρει 10 τακτικές άδειες και έχει εγκριθεί η 11η, και έχω εκτίσει μαζί με εργασία τα 14 από τα 20 χρόνια ποινής, τα δικαστικά συμβούλια Λαμίας με εξαιρούν από το θεσμό της υφ’ όρων αποφυλάκισης. Ακόμα και αν δεν είχα πειθαρχικά παραπτώματα στο παρελθόν, πάλι θα απέρριπταν το αίτημά μου για την υφ’ όρων αποφυλάκισή μου με βάση φρονηματικά-πολιτικά κριτήρια.
Να επισημάνω ότι στο σχέδιο νόμου αναθεώρησης του ποινικού κώδικα που θα ψηφιστεί σε λίγο καιρό, προβλέπεται ότι δεν θα δίνεται υπό όρους αναστολή όχι μόνο με κριτήριο την υποτιθέμενη διαγωγή του κρατούμενου κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής αλλά και με βάση τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, «…. την επικινδυνότητα του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο….», ενώ τέτοιο κριτήριο για την υφ’ όρων απόλυση μέχρι τώρα δεν εφαρμοζόταν. Ό, τι ακριβώς κάνουν μέχρι τώρα άτυπα σε μένα, το νομοθετούν επίσημα από εδώ και στο εξής αν και υποτίθεται ότι οι αλλαγές στον ποινικό κώδικα δεν εφαρμόζονται αναδρομικά. Με βάση όμως και το πνεύμα του νέου νόμου επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά ότι ο κύριος λόγος που απορρίπτουν τα αίτημά μου για υφ’ όρων αποφυλάκιση είναι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκα, η δράση του Επαναστατικού Αγώνα.
Πιθανόν ο σκοπός τους είναι η έκτιση του συνόλου της ποινής, τα 5/5, δηλαδή και τα 20 χρόνια, ποινή η οποία ολοκληρώνεται στην περίπτωσή μου σε 3 σχεδόν χρόνια μαζί με εργασία. Όμως όπως έχω ήδη ξεκαθαρίσει η στάση μου δεν αλλάζει, ούτε στο επόμενο συμβούλιο αναστολών, ούτε σε 1, 2 ή 3 χρόνια, ούτε σε 1 εκατομμύριο χρόνια!
ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
ΚΑΜΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ».
Αναπαραγωγή άρθου από εδώ