Οι τρεις λόγοι που καθιστούν μονόδρομο την μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ και οδηγούν στην… υποτίμηση του ευρώ
Αν παρακολουθήσει κανείς τις δηλώσεις των μελών του Συμβουλίου της ΕΚΤ τις τελευταίες δύο εβδομάδες θα απαλλαγεί από κάθε αμφιβολία για το τι θα κάνει με τα επιτόκια η ΕΚΤ.
Η μείωσή τους είναι απολύτως βέβαιη και τώρα αρχίζει να φαίνεται ακόμα και το που θα σταματήσουν αυτές οι μειώσεις.
Τελευταίος στην λίστα αυτή των μελών του Συμβουλίου της ΕΚΤ μίλησε ο επικεφαλής οικονομολόγος Philip Lane -αυτός που είχε ηγηθεί της ανάλυσης περί της προσωρινότητας του πληθωρισμού- και δήλωσε ότι η ΕΚΤ πρέπει να μειώσει τα επιτόκια σε επίπεδο που να μην είναι περιοριστικό για την ευρωζώνη το 2025.
Δηλαδή να τα μειώσει σε επίπεδο που ούτε θα στηρίζουν (πληθωριστικά) την οικονομία, αλλά ούτε και θα την συμπιέζουν αρνητικά. Με άλλα λόγια κάτι σαν αυτό που αποκαλούμε «ουδέτερο επιτόκιο» και το ο οποίο το μέλος του Συμβουλίου της ΕΚΤ Μάριο Σεντένο, το προσδιορίζει εκεί γύρω στο 2%. Που πάει να πει ότι η ΕΚΤ θέλει να κατεβάσει το βασικό επιτόκιο κάπου 1,25% – 1,50% από τα σημερινά επίπεδα.
Οι λόγοι γι’ αυτή την απόφαση είναι μέχρι στιγμής «φανερά» τρείς.
Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι μετά την βέβαιη πλέον επερχόμενη νέα φάση της ενεργειακής κρίσης με σημεία αναφοράς την βιομηχανική κεντρική Ευρώπη, η οικονομία της ευρωζώνη βυθίζεται από την σχεδόν στασιμότητα, σε κανονική ύφεση. Και μάλιστα σε συνθήκες πολιτικής κρίσης που καθιστούν ανήμπορες τις κυβερνήσεις να δράσουν θετικά απέναντι σ’ αυτό. Το πόσο γρήγορα εξελίσσεται αυτή η «τάση» καταγράφεται στην ταχύτητα και το εύρος της φυγής κεφαλαίων από την Ευρωζώνη.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την βασική ανησυχία της ΕΚΤ για την οποία μίλησε σχετικά πρόσφατα η κα Λαγκάρντ και η οποία δεν είναι άλλη από την ικανότητα του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα να συνεχίσει να εξυπηρετεί το διευρυμένο χρέος με τα σημερινά επιτόκια. Μίλησε για το ενδεχόμενο κινδύνου μιας νέας κρίσης χρέους και για την ανάγκη δημοσιονομικής και νομισματικής αναχαίτισης αυτού του κινδύνου. Όπως είναι γνωστό στο πρώτο σκέλος, το δημοσιονομικό έχει τεθεί από 1/1/2025 σε ισχύ το επικαιροποιημένο Σύμφωνο Σταθερότητας του οποίου όλες οι «αλλαγές» έχουν να κάνουν με την συγκέντρωση πόρων για την εξυπηρέτηση του χρέους από τις χώρες μέλη. Το πρόβλημα εδώ έχει γίνει ακόμα μεγαλύτερο γιατί αυτή η «στόχευση» έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την δέσμευση αύξησης των εξοπλιστικών δαπανών ταυτόχρονα. Όσο για το δεύτερο σκέλος έχει συγκροτηθεί ένα νέο εργαλείο παρέμβασης στις αγορές για την στήριξη των ευρωπαϊκών ομολόγων, το TPI του οποίου όμως προϋπόθεση ενεργοποίησης είναι η πειθαρχεία στο Σύμφωνο Σταθερότητας… Στο δια ταύτα η ΕΚΤ ετοιμάζεται για μείωση του κόστους δανεισμού προκειμένου να στηριχθεί η ικανότητα των χωρών μελών να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους τους. Το πρόβλημα αυτό βέβαια όπως είναι φανερό απασχολεί σφόδρα την ΕΚΤ γιατί κάθε αναταραχή στο σημείο αυτό χτυπάει κατ’ ευθείαν στην καρδιά την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τις ευπαθείς και μη τράπεζες…
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ΕΚΤ εκτιμά πως η ισχυρή αυτή τάση επιβράδυνσης της οικονομίας στην Ευρωζώνη και η αναδυόμενη μείωση της απασχόλησης, ειδικά από τον χώρο της βιομηχανίας, θα λειτουργήσει ανασχετικά σε τυχόν αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων. Και αναφέρονται βασικά σε πληθωριστικές πιέσεις κυρίως από τις εισαγωγές και ειδικά των ενεργειακών προϊόντων των οποίων οι τιμές λόγω φυσικού αερίου έχουν εκτιναχθεί και πάλι στα ύψη λίγο πριν από τον χειμώνα.
Με αυτά τα δεδομένα και με ανοικτό το «παράθυρο» για μία διπλή μείωση των επιτοκίων (δηλαδή ακόμα και 0,5%) στις 12 Δεκέμβρη, η τύχη του ευρώ φαίνεται προδιαγεγραμμένη για… προσγείωση σε επίπεδα πολύ κάτω από το 1,04 δολάρια που βρίσκεται σήμερα.
Βέβαια οι χρηματαγορές αγορές, με περίπου 600 τρισ. δολ. σε συμβόλαια παραγώγων, από τα οποία η πλειονότητα είναι επιτοκιακά, μπορούν να επιταχύνουν αυτή την «πτώση» πολύ πιο γρήγορα από όσο μπορούν να την ελέγξουν οι σχεδιασμοί των Κεντρικών Τραπεζών που διαχειρίζονται την έκδοση των νομισμάτων.
Πολύ δε περισσότερο όταν αυτό συμβαίνει σε ένα περιβάλλον αναμονής ανάληψης της εξουσίας στην Ουάσιγκτον από το επιτελείο Τράμπ με επικεφαλής της Οικονομίας ένα «στέλεχος» της αγοράς των Hedge Funds.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που μπορεί να πει κανείς είναι ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι μία δύσκολη περίοδος αποφάσεων για την παρούσα διοίκηση της ΕΚΤ, που θα κληθεί να απαντήσει με πράξεις που δεν θα σηκώνουν «λάθη» τύπου 2021 – 2022. Αλλά θα είναι ακόμα πιο δύσκολη για τις οικονομίες με τα υπερβολικά χρέη, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που δεν θα είναι σε θέση να στηριχθούν σε σταθερά επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες.
To άρθρο Οι τρεις λόγοι που καθιστούν μονόδρομο την μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ και οδηγούν στην… υποτίμηση του ευρώ δημοσιεύτηκε στο NewsIT .
Αναπαραγωγή άρθου από εδώ