Bookreads: O Κώστας Μπαρμπάτσης βάζει στις λέξεις του την πλούσια παράδοση της ελληνικής επαρχίας
Ο Κώστας Μπαρμπάτσης γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Εδώ και πολλά χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος με ειδίκευση στην εκπαιδευτική τεχνολογία και στα πολυμεσικά τρισδιάστατα εικονικά περιβάλλοντα. Παρακολουθεί το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημιουργική γραφή» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΕΑΠ. Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ από το 2004 διδάσκει Πληροφορική στο δημόσιο σχολείο. Διήγημά του έχει δημοσιευθεί στο συλλογικό έργο Κι αν τα κτίρια μιλούσαν… των εκδόσεων Κέδρος. Η συλλογή Λυκοχαβιά είναι το πρώτο του βιβλίο.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη με τον Κώστα Μπαρμπάτση:
Πόσο καιρό γράφεις. Τι σε τράβηξε σε αυτό;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Ξεκίνησα τη γραφή πριν από πέντε με έξι χρόνια. Ως τότε, δε μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσα να γράψω κάτι σαν μια συλλογή
διηγημάτων. Η μόνη επαφή που είχα ως τότε με το γράψιμο ήταν η δημοσίευση
εργασιών στo πλαίσιο μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών – κείμενα μιας
άλλης δομής και γλώσσας και φυσικά με ορολογία σχετική με την επιστήμη της
Πληροφορικής.
Η αφορμή για να μπω στο ταξίδι αυτής της γραφής, ήταν μια αφήγηση του πατέρα μου. Μια πραγματική ιστορία, από τον καιρό που ήταν μετανάστης στο εξωτερικό. Την είχα ακούσει αρκετές φορές και κάποια στιγμή μου ζήτησε να την
καταγράψω. Αφού την ολοκλήρωσα, την έστειλα με το ταχυδρομείο στο Αγρίνιο
και μετά από εκεί θεώρησα ότι τελείωσε η όποια- αν μπορώ να πω- «αποστολή»
μου. Μετά από κάποιο καιρό έδωσα από ένα αντίτυπο σε δυο φίλους.
Ενθουσιάστηκαν και με παρακίνησαν να συνεχίσω να γράφω, να προχωρήσω στη
συγγραφή και άλλων ιστοριών. Η αλήθεια είναι ότι δεν το πήρα στα σοβαρά και
για κάνα χρόνο και παραπάνω δεν ασχολήθηκα καν. Ώσπου κάποια στιγμή παρακολούθησα ένα ντοκιμαντέρ, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σχετικό με τους Εβραίους των Ιωαννίνων. Επηρεάστηκα πολύ και άρχισα να ψάχνω στη βιβλιογραφία για σχετικές πληροφορίες. Νύχτα ήταν ακόμη έξω όταν ξύπνησα χαράματα κι άρχισα να γράφω τη δεύτερη ιστορία του βιβλίου. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται στα Γιάννενα του 1946 και αφορά τον έρωτα δυο νέων ανθρώπων. Θυμάμαι πως, όσο έγραφα, ήταν λες και τα ‘βλεπα όλα μπροστά μου. Όλα περνούσαν σε εικόνες, σαν μια ταινία. Ένιωθα λες και ζούσα μες το σπίτι της ηρωίδας. Παράλληλα άκουγα δημοτική μουσική από τις συγκεκριμένες περιοχές και το απολάμβανα.
Όταν τελείωσα με «Το πεσκέσι» ανυπομονούσα να ξεκινήσω την επόμενη ιστορία για να βιώσω πάλι τα ίδια συναισθήματα. Να νιώσω τη μαγεία του να μπορεί κάποιος να φτιάχνει κόσμους, να στήνει χαρακτήρες και να τους ρίχνει στη δράση. Μπορώ να πω πως όλα αυτά που εισέπραττα μέσα μου, ήταν στην πραγματικότητα η κινητήριος δύναμη που με ώθησε προς την ολοκλήρωση της συλλογής.
Μίλησε μας για το βιβλίο, «Λυκοχαβιά».
Κώστας Μπαρμπάτσης: Η «Λυκοχαβιά» είναι μια συλλογή έξι ιστοριών με κοινό τόπο διαδραμάτισης των γεγονότων, την περιοχή Ξηρόμερου της Αιτωλοακαρνανίας και τη γειτονική Ήπειρο. Ο χρόνος εκτείνεται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως και τα
πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Αρχικά θεωρούσα πως ο κεντρικός άξονας που με
καθοδηγούσε ήταν η απώλεια. Όμως στην πορεία συνειδητοποίησα ότι όλοι οι
ήρωες χαρακτηρίζονταν από μια εύθραυστη εσωτερικότητα. Άνθρωποι ευαίσθητοι
που καλούνταν να τα βγάλουν πέρα μέσα σε κοινωνίες εχθρικές απέναντι σε
καθετί διαφορετικό. Και στο τέλος, εκεί που όλοι τους ψάχνουν από κάπου να
κρατηθούν, διαπιστώνουν ότι η μόνη τους επιλογή είναι η «φυγή».
Πώς βλέπεις την λογοτεχνία στην Ελλάδα;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Αν καταλαβαίνω καλά αναφέρεστε στη σύγχρονη Ελλάδα, οπότε δεν θα μιλήσω για τους παλιότερους. Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι βγαίνουν όλο και πιο πολλά πεζά με αναφορές στην ιστορία της χώρας ή πεζά που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, όπως και πολλά ενδοσκοπικά μυθοπλαστικά κείμενα. Επίσης εκδόθηκαν αρκετά λογοτεχνικά έργα με κεντρική θεματική την οικονομική κρίση ή την κλιματική αλλαγή, τα οποία και παρακολουθώ με ενδιαφέρον αλλά θεωρώ
ότι για να καταπιαστεί ένας γραφιάς με ένα τέτοιο θέμα θα πρέπει να πάρει μια
απόσταση, να περάσει κάποιο διάστημα έτσι ώστε να «χωνευτούν» καλύτερα τα
όσα έχει εισπράξει. Άλλωστε σημαντική εξέλιξη είναι και η εμφάνιση πολλών
γυναικείων φωνών σε σχέση με το παρελθόν. Γενικά παρακολουθώ τη σύγχρονη
ελληνική πεζογραφία με μεγάλο ενδιαφέρον⸳ Όσο προλαβαίνω βέβαια μιας και ο
ετήσιος αριθμός των εκδόσεων είναι πια πολύ μεγάλος.
Ποιοι Έλληνες συγγραφείς σου αρέσουν;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Από την πρώτη περίοδο, εκείνη της άνθησης του νεοελληνικού διηγήματος, ξεχωρίζω τον Βιζυηνό, τον Θεοτόκη και τον Παπαδιαμάντη. Θαυμάζω την αφηγηματικότητά τους αλλά κυρίως την ψυχογραφική ανάλυση των χαρακτήρων τους. Χαρακτήρες προερχόμενοι κυρίως από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, από την ύπαιθρο ή φτωχογειτονιές της πόλης, που διακρίνονται για την ανθρωπιά και
την ευαισθησία τους. Με εντυπωσιάζει επίσης ο τρόπος με τον οποίο χτίζουν την
πλοκή. Μια δραματικά κλιμακούμενη πλοκή που καταλήγει σε απρόσμενες και
ομαλές (;) ανατροπές. Από την περίοδο του Μεσοπολέμου μου αρέσει ο Καρκαβίτσας και ο Καραγάτσης, ενώ από τη μεταπολεμική λογοτεχνία, έχω σταθεί κατά καιρούς, στο έργο του Ανδρέα Φραγκιά, του Δημήτρη Χατζή, του Στρατή Τσίρκα και του Κώστα
Ταχτσή. Μου αρέσουν φυσικά και πιο σύγχρονοι όπως ο Γιώργος Ιωάννου, ο
Μένης Κουμανταρέας, ο Νίκος Χουλιαράς, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Γιάννης
Μακριδάκης, ο Κώστας Ακρίβος, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος, ο Αχιλλέας ΙΙΙ, Ο
Κωνσταντίνος Ντομινίκ, ο Γιάννης Παλαβός, ο Δημήτρης Καρακίτσος και
διάφοροι που άλλοι που σίγουρα ξεχνώ αυτήν τη στιγμή.
Τι σε εμπνέει για να γράψεις; Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείς;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Όσον αφορά τη «Λυκοχαβιά» εμπνεύστηκα από ιστορίες γονιών, συγγενών αλλά και πελατών που μπαινόβγαιναν στο μπακάλικο της μάνας μου. Εκεί δούλευα σποραδικά και εξυπηρετούσα ανθρώπους προερχόμενους από διάφορα κοινωνικά στρώματα. Κτηνοτρόφους, αγρότες, ανθρώπους με νοητικά προβλήματα μέχρι εκπαιδευτικούς και δημόσιους ή ιδιωτικούς υπάλληλους. Μεγάλο κεφάλαιο για μένα το μπακάλικο! Πέρα από τις αφηγήσεις που άκουγα παρατηρούσα τη στάση του σώματος του καθενός, το ύφος, τον λόγο του. Αλλά και τώρα εμπνέομαι από καθημερινές ιστορίες μέσω συζητήσεων τόσο στον επαγγελματικό χώρο όσο και
στα διάφορα μέρη που συχνάζω. Ακούω όσα λένε και «αποθηκεύω» όσα μου
κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Από μικρό παιδί το ‘κανα. Ευτυχώς λέω που ‘ρθε το
γράψιμο, γιατί είχαν μαζευτεί πολλά και δεν ήξερα τι να τα κάνω! Με το ότι
μπορώ πια να τα αποθέσω κάπου, νιώθω πολύ πιο ανάλαφρος. Η διαδικασία που ακολουθώ ξεκινά από την κεντρική ιδέα: ένα γενικότερο θέμα που με απασχολεί στο σήμερα αλλά που μπορεί και να με προβλημάτιζε στο παρελθόν. Θέματα όπως ο έρωτας, ο χωρισμός, ο φόβος του θανάτου, η πατριαρχία, η πολιτική και διάφορα άλλα ζητήματα. Για κάποιο διάστημα ακολουθώ μια διαδικασία «πνευματικής» συγγραφής. Σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να στήσω την πλοκή, τους χαρακτήρες και «εικονοποιώ» μέσα μου το περιβάλλον.
Μερικές φορές σχεδιάζω οργανογράμματα, ακόμη και χάρτες με τις κινήσεις των
ηρώων, τις ημερομηνίες και τις τοποθεσίες. Επίσης προσπαθώ, όσο είναι
δυνατόν, να έχω καταλήξει σε μια αρχή κι ένα τέλος. Σαν ξεκινώ βλέπω τις
εικόνες, ακούω τα συναισθήματα και ακούω παράλληλα μουσική. Σε αυτήν τη
φάση νιώθω σαν ο ρυθμός να κατεβαίνει ως το χέρι και να περνά στο χαρτί.
Διαβάζω αρκετές φορές και δυνατά το τελικό αποτέλεσμα και παράλληλα
σημειώνω τι θα κόψω ή τι θα προσθέσω. Γενικά προσπαθώ, δεν ξέρω αν τα
καταφέρνω, να μην πολυλογώ και τίποτα απ’ όσα έχουν γραφεί να μην αφήνονται
στην τύχη.
Μήπως όλο αυτό με την ντοπιολαλιά και την λογοτεχνία έχει γίνει μόδα τα
τελευταία χρόνια; Το βλέπουμε πολύ συχνά.
Κώστας Μπαρμπάτσης: Μιλώντας για μένα, θα ήθελα να πω ότι δεν ακολούθησα καμιά μόδα όσον αφορά την ντοπιολαλιά. Η σχέση μου μ’ αυτή τη γλώσσα ήταν και είναι καθαρά βιωματική. Ακόμη και σήμερα που μιλάμε, σε πολλές περιοχές της
Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου, ακούει κανείς πολλές από αυτές τις λέξεις.
Εντάξει, όταν έρχεται κάνας ξενόγλωσσος σε εκείνα τα χωριά, παρατηρώ ότι
«φυλάγονται», ίσως και να ντρέπονται, και το γυρίζουν στην καθομιλουμένη. Αλλά
στο μεταξύ τους, οι ιδιωματισμοί, δίνουν και παίρνουν. Το ίδιο βέβαια κάνω κι
εγώ. Όταν επιστρέφω στα μέρη μου, μέσα σε μια δυο μέρες το πολύ
εγκλιματίζομαι πλήρως. Όταν ανεβαίνω Θεσσαλονίκη, κατεβάζω και πάλι
διακόπτη.
Το να γράψω σ’ αυτή τη γλώσσα ήταν μονόδρομος. Η ντοπιολαλιά, η ηθογραφία αλλά και τα όποια ιστορικά στοιχεία, δεν ήταν παρά ένα μέσο για την
εξυπηρέτηση της πλοκής αλλά και για να επιτευχθεί η απαραίτητη αληθοφάνεια.
Οι ήρωες μου δεν θα μπορούσαν να μιλήσουν άλλη γλώσσα πέρα απ’ αυτή. Κάθε
άλλη επιλογή θα έμοιαζε «ψεύτικη» και μακριά απ’ το βίωμά μου. Απ’ τη στιγμή
που επέλεξα να μιλήσω για ανθρώπους του τόπου μου θα έπρεπε να είμαι έντιμος
και συνεπής. Τόσο απέναντι στους άλλους όσο και στον εαυτό μου. Έπρεπε να
σεβαστώ τον τρόπο έκφρασης και ομιλίας των γονιών μου, των συγγενών και των
φίλων. Έγραφα με σεβασμό απέναντι τους γι’ αυτό και πρώτος αναγνώστης της κάθε
ιστορίας ήταν ο πατέρας μου. Κι αν έβρισκε κάτι που ξέφευγε, «Εμείς δεν
μιλάμε έτσι» μου έλεγε, «Βρες τρόπο να το πεις αλλιώς».
Σινεμά βλέπεις; Σε επηρεάζει στο γράψιμο μία ταινία που μπορεί να δεις;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Παρακολουθώ σινεμά εδώ και πολλά χρόνια. Από μαθητής. Μου αρέσουν οι ευρωπαϊκές ταινίες, ο βαλκανικός, ο ιρανικός κινηματογράφος και πολλές φορές, προκειμένου να χαλαρώσω, θα δω ευχάριστα και κάνα αμερικάνικο block buster.
Μάλιστα υπάρχουν περίοδοι που μπορεί να βλέπω τρεις και τέσσερις ταινίες
κάθε εβδομάδα. Μπορώ να πω ότι μια κινηματογραφική ταινία ίσως με επηρεάζει, στο γράψιμο, περισσότερο κι από την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου. Συχνά πιάνω τον εαυτό μου να παρακολουθεί ένα γεγονός και μέσα μου να προσπαθώ να το
περιγράψω με λόγια. Εστιάζω στο πέρασμα από τη μια σκηνή στην άλλη, σε τυχόν
έξυπνα ευρήματα, στις ανατροπές, στα πραγματολογικά στοιχεία και κατά πόσο η
πλοκή αλλά και οι χαρακτήρες, είναι δοσμένοι με αληθοφάνεια και συνέπεια.
Στη συγγραφή μιας ιστορίας λειτουργώ και πάλι κινηματογραφικά. Για μένα κάθε
παράγραφος είναι μια σκηνή και κάθε ενότητα μια σεκάνς. Επίσης εστιάζω πολύ
στο πως θα συνδέσω τη μια παράγραφο με την άλλη έχοντας στο μυαλό και πάλι σε
αντίστοιχα παραδείγματα από ταινίες. Βέβαια η αποτύπωση στο χαρτί είναι
κάτι άλλο που άλλες φορές το καταφέρνω κι άλλες όχι. Πάντως επιμένω και
πειραματίζομαι. Εκτός από τον κινηματογράφο έπαιρνα και παίρνω μεγάλη ώθηση από το θέατρο. Σαν παρακολουθώ θεατρικές παραστάσεις εντοπίζω τα όποια σημεία
μπορεί να με ενδιαφέρουν. Ακούω με προσοχή το κείμενο, παρατηρώ τις
εκφράσεις των ηθοποιών και προσπαθώ να αναλύσω μέσα μου το στήσιμο της
πλοκής αλλά και τη δραματουργική επεξεργασία που μπορεί να έχει υποστεί
ένα ήδη γνωστό κείμενο.
Τι διαβάζεις τώρα;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Τις περισσότερες φορές, συνηθίζω να διαβάζω δύο ή και περισσότερα βιβλία ταυτόχρονα. Έτσι, αυτό το διάστημα είμαι σε παράλληλη ανάγνωση του βιβλίου «Το τραγούδι του Προφήτη» του Πολ Λίντς, και του βιβλίου «Θολός βυθός» του Γιάννη Ατζακά.
Γιατί είναι τόσο σημαντικό να θυμόμαστε τη γλώσσα μας όπως ήταν παλιά;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Η γλώσσα έχει συνέχεια. Οι «παλιοί» τύποι, οι ιδιωματισμοί, δεν είναι απλώς και μόνο λέξεις. Μέσα από αυτούς διασώζεται η κουλτούρα μιας ευρύτερης περιοχής και των ομιλητών τους. Διασώζονται τα συναισθήματά τους, οι σκέψεις τους, τα όνειρα και οι θρησκευτικές δοξασίες τους. Με λίγα λόγια μια «παλιά» γλώσσα μας βοηθά να κατανοήσουμε τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Πέρα απ’ αυτό οι ιδιωματισμοί λειτούργησαν και λειτουργούν κι ως τροφοδότες της «νέας» γλώσσας. Αλλά και στη λογοτεχνία, βοηθούν τόσο στην ανάκληση της μνήμης όσο και στην ανάσυρση ψυχολογικών διεργασιών που πιθανόν να ψάχνουν δίοδο για να
εκφραστούν. Και τι πιο φυσικό από το να εκφραστούν στη μοναδική γλώσσα που
αναγνωρίζουν, τη φυσική τους;
Τι συμβουλή θα έδινες σε έναν συγγραφέα που ξεκινάει τώρα;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Δεν θεωρώ ότι είμαι σε θέση να δώσω συμβουλές, μιας και είμαι πολύ νέος στον χώρο της γραφής. Δεν έχω την απαιτούμενη εμπειρία και βρίσκομαι σε μια περίοδο που ακόμη ψάχνω να βρω τα πατήματα μου. Διαβάζω, μελετώ, μαθαίνω συνεχώς νέα πράγματα, προσπαθώ να πειραματίζομαι και να αναθεωρώ. Ως απάντηση στην ερώτησή σας θα δανειστώ μια φράση που έγραψε κάποιος κριτικός λογοτεχνίας, σε ένα κείμενό του για τη «Λυκοχαβιά». Στο τέλος του κειμένου, μου ευχήθηκε να συνεχίσω να μιλώ λιτά και να λέω πολλά. Δεν υποστηρίζω ότι το έχω καταφέρει αλλά μου το υπενθυμίζω συνεχώς. Οπότε, το ίδιο θα ευχόμουν, κι εγώ με τη σειρά μου, σε κάποιον που ξεκινά τώρα τη γραφή. Λιτότητα, απλότητα
αλλά όχι απλοϊκότητα.
Μπορεί τελικά ένας συγγραφέας να ζήσει από τα βιβλία του στην Ελλάδα; Οι
εκδότες μπορεί να είναι πολλοί αλλά οι περισσότεροι δεν πληρώνουν ή έστω
δεν έχουν να πληρώσουν τους συγγραφείς όπως πρέπει.
Κώστας Μπαρμπάτσης: Δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι οι λογοτέχνες που έχουν καταφέρει να ζουν από τα έσοδα των βιβλίων, αποτελούν μια μειοψηφία. Δίχως να έχω στοιχεία κάτι μου λέει πως το μεγαλύτερο ποσοστό των λογοτεχνών, δεν έχει την πολυτέλεια να βιοπορίζεται απ’ τη συγγραφή.
Σε ό,τι με αφορά, δεν θα ήθελα να στηρίζομαι οικονομικά στη γραφή και μόνο. Υπηρετώ στη δημόσια εκπαίδευση ως Πληροφορικός, έχω ένα σταθερό εισόδημα με το οποίο φέρνω βόλτα τις βασικές μου ανάγκες. Η γραφή για μένα είναι μια παράλληλη δραστηριότητα που με αποφορτίζει. Αυτό δεν σημαίνει πως την βλέπω σαν κάποιο χόμπι. Προσπαθώ την αντιμετωπίζω με ανάλογη σοβαρότητα και σεβασμό. Φοβάμαι πως αν εστίαζα στη συγγραφή με απώτερο σκοπό το να βγάλω χρήμα, θα αποπροσανατολιζόμουν. Θα πάσχιζα να βγάζω βιβλία τακτικά, γεγονός που θα μου δημιουργούσε άγχος και θα με οδηγούσε σε ένα αποτέλεσμα που ποιοτικά θα απείχε αρκετά από αυτό που με ικανοποιεί.
Συμπληρωματικά με τα παραπάνω θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια λόγια του Γιώργου Ιωάννου, από ένα αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ. Μεταξύ άλλων αναφέρει, ότι στην Ελλάδα δεν είναι εύκολο να είσαι μόνο συγγραφέας αν δεν έχεις περιουσία. Και συνεχίζει λέγοντας πως σε κάθε νέο γραφιά που δεν έχει οικονομική άνεση ανοίγονται δυο δρόμοι: είτε να γίνουν ιδιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι είτε να προσκολληθούν, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «…σε κάποιους μαικήνες, σε κάποιους υποστηρικτές, σε κάτι αόριστα και πρόχειρα πράγματα». Και καταλήγει λέγοντας πως έκανε πολύ καλά που έγινε εκπαιδευτικός.
Τέλος θα ήθελα να πω κάτι αυτονόητο, που δυστυχώς πρέπει συνεχώς να επισημαίνουμε. Ανεξάρτητα από το πώς κάποιος αντιμετωπίζει τη γραφή, θα πρέπει να εισπράττει τα όσα δικαιούται με βάση την οποιαδήποτε συμφωνία έχει γίνει. Και γι’ αυτό θεωρώ ανέντιμο, ο οποιοσδήποτε εκδότης, το οποιοδήποτε αφεντικό να μην αποδίδει στον κάθε, χειρώνακτα ή πνευματικό, εργάτη τα όσα του αναλογούν…
Γιατί να διαβάσει κάποιος λογοτεχνία όταν πλέον μπορεί να κάνει τόσα άλλα
πράγματα στο ίντερνετ;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Λόγω των σπουδών μου είχα την πρώτη επαφή με το διαδίκτυο πολλά χρόνια πριν και έχω προβληματιστεί και εξακολουθώ να προβληματίζομαι, όχι μόνο για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη λογοτεχνία, αλλά και γενικότερα.
Σίγουρα, ως ένα βαθμό, μας έχει αλλάξει τη ζωή σε διάφορους τομείς. Στις αγορές, στην επικοινωνία, την πληροφόρηση, την εκπαίδευση και διάφορα άλλα.
Παρόλα αυτά ακόμη κι ο Τιμ Μπέρνερς Λι, ο εφευρέτης του World Wide Web, έχει κατά
καιρούς εκφράσει ενστάσεις σχετικά με την αδυναμία πρόσβασης στο διαδίκτυο
από κάποιες ευάλωτες ομάδες, τη διαχείριση και εκμετάλλευση των προσωπικών
δεδομένων, την πολιτική προπαγάνδα, τις ψευδείς ειδήσεις που εμφανίζονται όλο
και πιο πολύ και διάφορα άλλα. Από τις αρχές του 2000 και μετά υπάρχουν
πάμπολλες επιστημονικές ανακοινώσεις, οι οποίες συμφωνούν στο ότι η έντονη
ενασχόληση με το μέσο μπορεί να αποβεί προβληματική. Η άσκοπη περιήγηση,
η εμμονή με τα social media και διάφορα άλλα έχουν αρνητικές επιπτώσεις τόσο
στην ψυχική όσο και στη σωματική υγεία. Ο άνθρωπος του διαδικτύου είναι πολύ
πιθανόν να παρουσιάζει απόσπαση προσοχής ή αδυναμία να εστιάσει σε ένα θέμα
και μόνο.
Μέσα απ’ το διάβασμα ενός βιβλίου μπορεί κάποιος να μπει σε άλλους κόσμους
και να ταυτιστεί με τα αφηγηματικά πρόσωπα. Είναι δυνατόν να μελετήσει εις
βάθος ένα θέμα και να προβληματιστεί για μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά θέματα
που απασχολούν την ανθρωπότητα. Επίσης είναι δυνατόν να αναπτύξει
δεξιότητες όπως η φαντασία και η ενσυναίσθηση, να εξασκηθεί στην επίλυση
προβλημάτων, να βελτιώσει τη συγκέντρωση προσοχής και να αναπτύξει περαιτέρω
τη δημιουργικότητά του. Από την άλλη το διαδίκτυο με τη μορφή που έχει πάρει
σήμερα είναι πολύ πιθανό να σε οδηγήσει σε ασύνδετες πληροφορίες που
μπορεί να είναι και αναξιόπιστες.
Ετοιμάζεις κάτι νέο;
Κώστας Μπαρμπάτσης: Αυτήν την περίοδο δουλεύω πάνω σε μια δεύτερη συλλογή διηγημάτων. Το χρονικό πλαίσιο ξεκινά από τα μέσα της δικτατορίας και θα εκτείνεται ως και τα χρόνια της έναρξης της οικονομικής κρίσης. Ουσιαστικά μπορώ να πω ότι
αποτελεί μια συνέχεια της «Λυκοχαβιάς» μιας και οι κεντρικές θεματικές των
ιστοριών είναι και πάλι ζητήματα που με απασχολούσαν τόσο στο παρελθόν όσο
και σήμερα.
Σε αυτή τη συλλογή, φεύγω δειλά – δειλά απ’ το χωριό και γνωρίζω
την πόλη. Δεν ενσωματώνω ντοπιολαλιά αλλά γλώσσα αντίστοιχη με την περίοδο
όπου διαδραματίζεται το κάθε αφήγημα. Παρόλο που είμαι σχεδόν στη μέση,
δεν ξέρω πότε θα είναι έτοιμη. Έχω τους ρυθμούς μου και νιώθω όμορφα που
τους σέβομαι και πορεύομαι σύμφωνα μ’ αυτούς, αντιστεκόμενος σε πιέσεις και
προσδοκίες τρίτων. Θέλω να βαδίζω αργά και σταθερά απολαμβάνοντας τη
διαδρομή…. Άλλωστε αυτή ήταν που με έσπρωξε εξαρχής στο ταξίδι της
γραφής…
Με το WordPress Automatic Plugin από την codecanyon
Πλέον στην ιστοσελίδα μας δημοσιεύονται αυτόματα άρθρα μέσω «RSS feeds».
Από όποια σελίδα μας τα προσφέρει!
Δεν φέρουμε καμιά απολύτως ευθύνη για το περιεχόμενο.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε Σε αυτή την τοποθεσία
Αν πιστεύεται πως αυτό το άρθρο πρέπει να διαγραφεί μην διστάσετε να μας βρείτε στα social media.