Δεκαεννιά χρόνια χωρίς τον ακαταμάχητο γόη του ελληνικού κινηματογράφου – Galaksias Portal News
Δεκαεννιά χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του Αλέκου Αλεξανδράκη. Το νήμα της ζωής του κόπηκε το 2005, όταν έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο, στις 8 Νοεμβρίου, έφευγε για τη γειτονιά των αγγέλων.
Ακαταμάχητος γόης, ο ορισμός του ζεν πρεμιέ, αλλά και με σκηνική παιδεία, πολυσύνθετος, καθώς μπορούσε να παίζει με την ίδια ευκολία ελαφρές κωμωδίες, φάρσες ή κλασικά δράματα, υψηλή αίσθηση του καλού γούστου, μα πάνω απ’ όλα πρωταγωνιστής. Αυτοί είναι μερικοί απ’ τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον ηθοποιό που υπήρξε ένας από τους πιο ποθητούς άνδρες για τις συναδέλφους του και γενικότερα για τον γυναικείο πληθυσμό.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Γιος δικηγόρου από τη Μάνη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1928 στην Αθήνα. Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία της εποχής και μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Αγαπημένο του άθλημα ήταν η ξιφασκία και στα 15 του έγινε μέλος της εθνικής ομάδας.
Ένα χρόνο αργότερα μπήκε στη Σχολή Δοκίμων, θέλοντας να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού. Μία παράσταση, όμως, του Κάρολου Κουν, με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, του άλλαξε τη ζωή. Αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο και πέρασε πρώτος. Ο Δημήτρης Χορν ήταν τόσο σίγουρος για το ταλέντο του Αλέκου, που είχε στοιχηματίσει για την επιτυχία του.
Έπειτα από λίγο καιρό, η κυρία Κατερίνα (Ανδρεάδη), που έψαχνε για έναν «ζεν πρεμιέ», τον επιλέγει για το ρόλο στο έργο «Φθινοπωρινή Παλίρροια». Έκανε τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι στις 9 Ιουλίου 1949 αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις. Μάλιστα, ο αυστηρότατος κριτικός και θεατράνθρωπος Αιμίλιος Χουρμούζιος έγραψε για το νεαρό «ζεν πρεμιέ» το αναπάντεχο: «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους, ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Με πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση το 1951, σε ηλικία 23 ετών, στην ταινία «Εκείνες που δεν πρέπει να Αγαπούν», ο Φίνος πίστεψε στις ικανότητες του και του έδωσε τον επόμενο ρόλο του πλάι στη μεγάλη Ελένη Χατζηαργύρη στην «Αγνή του Λιμανιού» του Γιώργου Τζαβέλλα. Η ερμηνεία του προκάλεσε αίσθηση και ξεκίνησε ο δρόμος προς την καταξίωση. Η μια ταινία διαδέχτηκε την άλλη, και ο Αλεξανδράκης ήταν πλέον ο αδιαφιλονίκητος καρδιοκατακτητής της μεγάλης οθόνης, αφού κάθε του εμφάνιση εξασφάλιζε την επιτυχία.
Την ίδια, κιόλας, χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, με την ταινία «Δύο κόσμοι», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου. Ακολούθησαν αμέτρητες άλλες, και όλοι συμφωνούσαν πως επρόκειτο για έναν μεγάλο ηθοποιό και τον μεγαλύτερο γόη της εποχής. Η απήχησή του στον γυναικείο πληθυσμό ήταν άνευ προηγουμένου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Στη γοητεία του είχε υποκύψει πρώτη η Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους, όμως, δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Αλεξανδράκης προτίμησε να ακολουθήσει την Κατερίνα σε μία περιοδεία. Στο Σουδάν γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, Μαρτζ Βάλβη, με την οποία παντρεύτηκε λίγο αργότερα στην Αθήνα. Ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια, όσο κι αυτός με την Κλοντ Σαμπαντού, μια πανέμορφη Γαλλίδα.
Το 1956, παντρεύτηκε την ηθοποιό Αλίκη Γεωργούλη. Μαζί ανέβασαν στο θέατρο «Γκλόρια» της Πλατείας Αμερικής, το «Πικνίκ», ενώ συμμετείχαν σε πορείες ειρήνης και δημοκρατικά συλλαλητήρια. Όμως, ύστερα από τέσσερα χρόνια χώρισαν.
Ο τέταρτος γάμος του ήταν με την Ελβετίδα Βερένα Γκάουερ. Στα πέντε χρόνια που κράτησε ο γάμος τους απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1969 γνώρισε τη Νόνικα Γαληνέα και την ερωτεύτηκε βαθιά. Παρότι αυτή η σχέση κράτησε 21 ολόκληρα χρόνια, δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Εκτός από την ιδιότητα του θιασάρχη, που ξεκίνησε το 1956 και κράτησε τουλάχιστον 35 χρόνια, ο Αλέκος Αλεξανδράκης σκηνοθέτησε θεατρικά έργα, αλλά και ταινίες, όπως ο «Θρίαμβος» (1960) με τον Καρύδη-Φουκς και η «Συνοικία το όνειρο» (1961), που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά η προβολή της απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της εποχής.
Συνεργάστηκε με λαμπερές πρωταγωνίστριες, όπως τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού και τη Ζωή Λάσκαρη.
Συνολικά, πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 75 κινηματογραφικές ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν: «Ο βαφτιστικός», «Στέλλα», «Το νησί των γενναίων», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Όμορφες μέρες», «Η κόμισσα της Κέρκυρας», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Τα παιδιά της Χελιδόνας» και πολλές ακόμα.
Στο θέατρο ερμήνευσε τους σημαντικότερους ρόλους. Μεταξύ των παραστάσεων στις οποίες πρωταγωνίστησε και άφησαν εποχή, είναι: «Παράξενο Ιντερμέτζο», «Ταξίδι της μέρας μέσα στην νύχτα», «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Μαντάμ Μπάτερφλαΐ», «Η γυναίκα με τα μαύρα», «Τέσσερα δωμάτια με κήπο», «Έγκλημα και τιμωρία», «Τα μεγάλα χρόνια», «Ο γλάρος».
Στην τηλεόραση έπαιξε στον «Παράξενο Ταξιδιώτη», τον «Γιούγκερμαν» και τους «Μυστικούς Αρραβώνες».
Το 1994 ανέβασε με τη Μιμή Ντενίση, τον «Θείο Βάνια» και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Εθνικό, απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δίδασκε υποκριτική στο Εργαστήρι του Διαμαντόπουλου, ενώ το 2001 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στην τέχνη.
Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου του 2005, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.
Αναπαραγωγή άρθου από εδώ