Πολιτισμός

Δημήτρης Καραντζάς: «Η Έντα Γκάμπλερ καίγεται από επιθυμία για ζωή. Το άυλο που ψάχνει, με συγκινεί»

Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί την «Έντα Γκάμπλερ» του Χένρικ Ίψεν στο θέατρο Προσκήνιο. Στον ομώνυμο ρόλο η Ανθή Ευστρατιάδου.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Την «Έντα Γκάμπλερ» του Χένρικ Ίψεν, ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στο θέατρο Προσκήνιο, από την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου.

Η διάσημη ηρωίδα ασφυκτιά στο γάμο της με τον Γκέοργκ Τέσμαν και προσπαθεί να πιαστεί, χωρίς επιτυχία, από τον Άιλερτ Λέβμποργκ, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα που επανέρχεται στη ζωή της. Αναζητά να βρει απάντηση και λόγο ύπαρξης σε ένα στείρο και αυστηρά δομημένο σύμπαν, στο οποίο οι άνθρωποι, απονεκρωμένοι τυφλοί, ζουν μόνο για να εκπληρώνουν την αποστολή και την ταυτότητα τους. Η αυτοκτονία της στο τέλος είναι μια πράξη αντίδρασης στο καταπιεστικό περιβάλλον, στους ρόλους και τα στερεότυπα που οι άλλοι θέλουν να της επιβάλλουν.

Ο σκηνικός χώρος της παράστασης είναι ένα μεγαλοαστικό σπίτι υπό ανακαίνιση. Ένα ημιτελές σπίτι υπό ολική αναδιαμόρφωση, ένας ρευστός τόπος, χωρίς ταυτότητα με όλες τις πιθανότητες ανοιχτές, ακριβώς όπως είναι η Έντα Γκάμπλερ. Όλοι οι χαρακτήρες μπαίνουν στην οικία των Τέσμαν από τη μικρή σε μέγεθος είσοδο του σπιτιού.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς ξαναδιαβάζει το αριστούργημα του Ίψεν εστιάζοντας στη θέση της γυναίκας τότε και σήμερα. Τον συναντήσαμε μαζί με δύο πρωταγωνιστές της παράστασης, λίγο πριν την πρόβα τους:

«Για μένα είναι σχεδόν μια βαθιά αναρώτηση για το πώς μπορεί να ζήσει μια γυναίκα στη σημερινή κοινωνία και στην τότε κοινωνία, μια κοινωνία αστική με πολύ βαθιά ριζωμένους κανόνες, που δεν έχει αμιγώςσχέση με τη δική μας σήμερα. Είναι ένα έργο στο οποίο ζητείται από την Έντα Γκάμπλερ να είναι μητέρα, σύζυγος, οικοδέσποινα. Να είναι αυτά που άλλοτε, αλλά δυστυχώς και τώρα, πρέπει να επιτελεί μια γυναίκα, χωρίς να αφήνεται χώρος ούτε στον ρομαντισμό, ούτε στην αναρώτηση, στην πιο βαθιά, υπαρξιακή αναρώτηση περί της ζωής. Ουσιαστικά βλέπουμε ένα πρόσωπο, την Έντα Γκάμπλερ, να μην μπορεί να ενταχθεί κοινωνικά κατά κανέναν τρόπο σε ό,τι της ζητείται και παράλληλα να καίγεται από επιθυμία για ζωή. Δηλαδή εγώ δεν πιστεύω ότι είναι μια γυναίκα η οποία έχει αποφασίσει την αυτοκτονία της. Νομίζω ότι είναι μια γυναίκα η οποία έχει ενεργό ερώτημα του πώς ζουν οι άλλοι. Δηλαδή έχει ένα κοινωνικό ερώτημα για το πώς αντέχουν να ζουν με αυτό τον τρόπο.

Αυτό το άυλο που ψάχνει είναι κάτι το οποίο με συγκινεί τρομερά. Μου φαίνεται κομμάτι της μεγάλης αντίστασής της να ενταχθεί σε ένα πολύ προγραμματισμένο σύστημα. Είναι τρομερό ότι σε αυτό το έργο, ακόμα και όταν αυτοκτονεί, δεν την πενθεί κανείς. Συνεχίζουν όλοι τη ζωή τους. Όλοι έχουν βρει πώς θα την αντικαταστήσουν, ενώ πριν φαίνεται να καίγονται να την έχουν. Αυτό είναι σαν να το ξέρει από πριν. Η ίδια η Έντα Γκάμπλερ είναι σαν να έχει δει τις πιθανότητες, τη φθορά όλων των πραγμάτων κι ανάμεσα σε αυτό λέει: “Και η ζωή; Και οι ιδέες; Και ο υπαρξισμός; Πού χωράνε σε μια κοινωνία καθήκοντος και αποστολής;”»

Η Ανθή Ευστρατιάδου ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο. Η Έντα Γκάμπλερ είναι ένας ακραίος χαρακτήρας, μια ρομαντική ηρωίδα που αδυνατεί να συνδεθεί με τον κόσμο γύρω της και παραμένει αδρανής, μέχρι το τραγικό τέλος, όπου η μόνη της πράξη είναι ο θάνατος:

«Με τρομάζει πάρα πολύ αυτή η ηρωίδα, όχι μόνο γιατί έχει μείνει στην ιστορία και είναι ένας μεγάλος ρόλος, αλλά βασικά για τη μεγάλη της απελπισία και το θάνατο μέσα της. Γι’ αυτό το απόλυτο κενό που έχει και για την απόλυτη δυσκολία της να συνδεθεί με οτιδήποτε πραγματικό που είναι και τρομακτικό ,σε στιγμές μπορεί να είναι και ποιητικό, ακριβώς επειδή αναζητάει το υψηλό και το ωραίο. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν μπορεί να συνδεθεί με τίποτα που να έχει οποιαδήποτε μυρωδιά, σώμα, ζωή, έτσι όπως εμείς την έχουμε συνηθίσει, με όλους τους περιορισμούς και τους κοινωνικούς συμβιβασμούς. Αυτή δεν μπορεί να μπει μέσα σε κάτι τέτοιο. Όχι, δεν θέλει, δεν μπορεί. Δεν είναι έτσι φτιαγμένη. Νομίζω ότι αυτό που την πνίγει και την καθηλώνει, είναι ότι ενώ θέλει πάρα πολύ να ζήσει, δεν μπορεί να ζήσει μέσα στις υπάρχουσες κοινωνικές δομές με τον τρόπο που οι άλλοι ζουν ή απαιτούν από μια γυναίκα να ζήσει. Ταυτόχρονα δεν μπορεί να αντιδράσει σε αυτό. Γι’ αυτό λέω ότι δεν δεν είναι μόνο μια ιδεολογία. Είναι φτιαγμένη έτσι. Δεν μπορεί ούτε να αντιδράσει. Δεν μπορεί να κάνει μια πράξη να ξεφύγει, ούτε να συμβιβαστεί. Άρα αναγκαστικά δεν της μένει τίποτα άλλο. Είναι εγκλωβισμένη».

Ο Δημήτρης Καραντζάς συμπληρώνει: «Η απραξία της ηρωίδας νομίζω ότι ανήκει πάλι στην περιοχή της απόστασης που έχει από το τι θεωρείται ζωή. Όπου ζωή θεωρείται η επιτέλεση ενός ρόλου, το καθήκον και η αποστολή. Στην ουσία αν κάνουμε και εμείς ένα zoom out από τις ζωές μας και βγούμε από το πρόγραμμα και τις υποχρεώσεις μας, νομίζω ότι είναι πολύ εύκολο και πιο κοντά να δούμε τη ματαιότητα όλου αυτού. Κι εγώ δηλαδή κάνω πράγματα, κουράζομαι, διαλύομαι, παθαίνω υπαρξιακά επεισόδια, παχαίνω, αδυνατίζω. Γιατί τα κάνω όλα αυτά; Είναι το πώς μπαίνεις μέσα στη ζωή και την ακολουθείς. Είναι σαν η ηρωίδα να λέει ότι η ζωή είναι καταδικασμένη σε μια ματαίωση, την οποία τρέμει να την αντιμετωπίσει. Υπάρχει ένας τρόμος να εκτεθεί κι ένας τρόμος του να καταλάβει ότι έφτασε στο τέλος.

Νομίζω ότι η πράξη συνήθως δηλώνει την ίδια στιγμή και τη ματαίωσή της. Δηλαδή η πράξη με το που γίνεται, σου αποδεικνύει ότι και που έγινε, δεν σημαίνει και τίποτα. Οπότε όσο δεν πράττεις, κρατάς ενεργό ένα τοπίο φαντασίας, ένα τοπίο περιέργειας, ένα τοπίο ελπίδας. Είναι σαν να λέει ότι από την ώρα που υπάρχει η πράξη, υπάρχει και ο θάνατος. Γι αυτό και η μόνη της πράξη είναι ο θάνατος, όταν κάτι έχει πάει να ολοκληρωθεί μέσα της, όταν έχει καταφέρει να βρει τη δύναμη και τη φωνή της εκεί μέσα».

Ο Χρήστος Λούλης υποδύεται τον Δικαστή Μπρακ. Θέλει να ελέγχει τη ζωή των ανθρώπων γύρω του και ζητά από την Έντα Γκάμπλερ να γίνει ο τρίτος στη σχέση της με τον άνδρα της. Τον ενδιαφέρει μόνο η ύλη και η ευχαρίστησή του. Την εξιτάρει ο χαρακτήρας της Έντα και θέλει να τη καθυποτάξει. Πώς βλέπει την εμβληματική ηρωίδα;

«Είναι που είναι γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, αλλά επίσης, ακόμα και άντρας να ήταν, πάλι θα ασφυκτιούσε σ’ αυτόν τον έντονα συμβατικό τρόπο ζωής που είχαν τότε, όπου καθένας έπρεπε να είχε ένα καθήκον και να το ακολουθεί τυφλά μέχρι να πεθάνει. Αυτό με κάνει και τη βλέπω με συμπάθεια, να την συμπάσχω. Την καταλαβαίνω. Αυτό που δεν καταλαβαίνω και που προσπαθώ ακόμα να εξερευνήσω, είναι το σκοτάδι του μυαλού της. Γιατί έχει ένα σκοτάδι. Είναι σαν να λέει ότι η ζωή κι από μόνη της, ακόμα και όταν είναι ωραία, ακόμα και όταν είναι ιδανική, είναι εξ ορισμού καταδικασμένη να τελειώσει. Και από ανυπομονησία θέλει να πάει στο τέλος. Ό,τι έχει να κάνει με τη ζωή, της φαίνεται μια κοροϊδία, ένα τίποτα, κάτι λίγο. Προτιμάει λοιπόν να παίξει με τους ανθρώπους και να παίξει με τον εαυτό της. Να περάσει την ώρα της έτσι, μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσει να φύγει.

Και η σύνδεση που δεν μπορεί να έχει με τον υπόλοιπο κόσμο είναι, επειδή η σύνδεση προϋποθέτει ένα δούναι και ένα λαβείν. Η Έντα μπορεί να έχει το λαβείν, αλλά δεν μπορεί το δούναι με τίποτα. Τι να δούναι; Νιώθει ότι αυτό που θέλουν οι άλλοι από αυτήν, είναι κάποια πράγματα τα οποία θεωρεί χαμερπή. Προτιμάει να ζει σε μια φαντασίωση στο μυαλό της, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όπου τίποτα δεν συμβαίνει. Αυτό διότι νομίζω ότι έχει μια εγγενή σοφία. Ξέρει ότι εάν προσπαθήσει να το κάνει αυτό πραγματικότητα και να συμβεί, σίγουρα θα χάσει ένα μεγάλο ποσοστό από το χρώμα και το άρωμά του. Αλλιώς είναι στο μυαλό. Όταν γίνεται πραγματικό, είναι πολύ μικρό.

Αυτό είναι σαν να το ξέρει από μικρή. Γι’ αυτό το λόγο έχει αποφασίσει μάλλον, ή δεν μπορεί ούτε να παντρευτεί, ούτε να κάνει παιδιά. Παντρεύεται μάλλον από ζόρι ή από συμφέρον. Δεν μπορεί να δεχτεί ούτε να απατήσει το σύζυγό της, διότι της φαίνεται φτηνό. Ούτε όμως και να τον αγαπήσει. Γιατί δεν ξέρω αν και η ίδια αγαπάει πολύ τον εαυτό της με έναν τρόπο. Δύσκολη φάση η Έντα, δύσκολη περίπτωση».

Σε έναν προκαθορισμένο κόσμο, αυτή η γυναίκα αρνείται να συνεχίσει να ζει τη ζωή που κάποιοι άλλοι έχουν επιλέξει γι’ αυτήν. Αρνείται να παρατείνει τον εγκλωβισμό της, που γίνεται ολοένα και πιο ανελέητος και δίνει τη δική της απάντηση με τη μόνη της πράξη:

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

«Ο Ίψεν έχει φτιάξει στο συγκεκριμένο έργο ένα πολύ προγραμματισμένο σύμπαν. Δηλαδή ο Τέσμαν πρέπει να γίνει καθηγητής. Ο δικαστής Μπρακ έχει μάθει να ελέγχει και δεν μπορεί να μην ελέγξει τη μοίρα των υπόλοιπων ανθρώπων. Ο Άιλερτ Λέβμποργκ είναι ένα πρόσωπο, το οποίο προσπαθεί να κάνει μια νέα ζωή και να φύγει από την καταστροφή, αλλά δεν καταφέρνει τελικά να γλιτώσει. Είναι σαν ο Ίψεν να λέει ότι οι ζωές είναι τόσο προκαθορισμένες και ο καθένας παίρνει τον δρόμο του και αυτό δεν αλλάζει. Η Έντα είναι ένα πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να μην πάρει τον δρόμο του και να γίνει περισσότερο παρατηρήτρια.

Παρατηρεί τα φαινόμενα της ζωής, παρά ζει. Η αυτοκτονία λοιπόν, νομίζω ότι έχει για μένα και κάτι απαντητικό. Είναι σαν σ’ αυτή την προδιαγεγραμμένη κοινωνία που όλα είναι τόσο μικρά, είναι σαν να λέει, ότι παιδιά πρέπει να χυθεί και λίγο αίμα για να υπάρξει η ζωή. Ενώ δηλαδή η Έντα φαίνεται η πιο ψυχρή, εμένα μου φαίνεται ότι ο κυνισμός των άλλων προσώπων είναι βαθιά ψυχρότερος» επισημαίνει ο Δημήτρης Καραντζάς.

Η Ανθή Ευστρατιάδου αναφέρει: «Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε στην παράσταση, είναι να δείξουμε πόσο ο κάθε χαρακτήρας είναι με έναν τρόπο εγκλωβισμένος μέσα σε μια κοινωνία, όπου απαιτείται από αυτόν κάτι αρκετά συγκεκριμένο. Πόσο μάλλον για την ίδια την Έντα. Όλοι δηλαδή οι άνθρωποι είναι επιφορτισμένοι με αποστολές ζωής: μια γυναίκα πρέπει να κάνει παιδί, ένας άνδρας πρέπει να φέρει λεφτά, ένας συγγραφέας πρέπει να παράξει. Βλέπουμε εν τέλει πόσο ασφυκτικό καταλήγει όλο αυτό το σύστημα τουλάχιστον για τον χαρακτήρα του Λέβμποργκ και της Έντα Γκάμπλερ, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να συνεχίσουν να ζουν.

Οι άνθρωποι πεθαίνουν δίπλα μας, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα και εμείς συνεχίζουμε να ζούμε. Κοιτάμε για λίγο τι έγινε. Μπορεί να κλάψουμε για λίγο, αλλά συνεχίζουμε τη ζωή μας κανονικά. Μέχρι να έρθει ξανά ο θάνατος να μας χτυπήσει την πόρτα, ή κάτι άλλο άσχημο. Θα το ξαναξεχάσουμε και πάλι από την αρχή. Αυτό νομίζω».

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος

Moυσική: Γιώργος Ραμαντάνης

Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης

Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Βοηθοί σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη, Μαρία Σταθοπούλου

Artwork, Φωτογραφίες & Video: Γκέλυ Καλαμπάκα

Δημόσιες Σχέσεις & Επικοινωνία: Όλγα Παυλάτου

Social Media: Renegade Media

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη

ΔΙΑΝΟΜΗ

Έντα Γκάμπλερ: Ανθή Ευστρατιάδου

Δικαστής Μπρακ: Χρήστος Λούλης

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Άιλερτ Λέβμποργκ: Έκτορας Λιάτσος

Τέσμαν: Φιντέλ Ταλαμπούκας

Κυρία Έλβστεντ: Ιωάννα Δεμερτζίδου

Δεσποινίς Τέσμαν: Τζωρτζίνα Δαλιάνη

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

INFO

Πρεμιέρα: Πέμπτη 30 Ιανουαρίου

Παραστάσεις: Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 20:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 και 21:15

Εισιτήρια

Με το WordPress Automatic Plugin από την codecanyon
Πλέον στην ιστοσελίδα μας δημοσιεύονται αυτόματα άρθρα μέσω «RSS feeds».
Από όποια σελίδα μας τα προσφέρει!
Δεν φέρουμε καμιά απολύτως ευθύνη για το περιεχόμενο.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε Σε αυτή την τοποθεσία
Αν πιστεύεται πως αυτό το άρθρο πρέπει να διαγραφεί μην διστάσετε να μας βρείτε στα social media.

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button