Η μουσική στην καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων και η σπάνια λύρα του Κεραμεικού
Ο καθηγητής εξηγεί πως η μουσική ήταν παρούσα σε όλες σχεδόν τις περιστάσεις του βίου των αρχαίων Ελλήνων, ενώ για την αρχαία λύρα αναφέρει πως χρονολογείται πριν από την ανέγερση του Παρθενώνα.
«Η συγκεκριμένη ταφή, κτέρισμα της οποίας ήταν η εν λόγω χέλυς, χρονολογήθηκε στην περίοδο 470-450 π.Χ. Είναι λοιπόν ένα κλασικό όργανο, της εποχής πριν την ανέγερση του Παρθενώνα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Στ. Ψαρουδάκης.
Προσθέτει πως ο τύπος αυτός της αρχαίας λύρας είναι γνωστή στους ειδικούς.
«Η σκαπάνη έφερε στο φως πολλές από τις πλάκες του οστράκου χερσαίας χελώνας που αποτελούσε το αντηχείο του οργάνου, καθώς και τον σιδερένιο χορδοτόνο του, που, παρά την οξείδωσή του, διατηρούσε το αρχικό του κομψό σχήμα στην αναμενόμενη μορφή ενός Π με καμπυλωμένες τις όρθιες κεραίες. Όλες οι σωζόμενες πλάκες φέρουν στην άκρη τους μικρές οπές, είτε για την πρόσδεση του δερμάτινου ηχείου πάνω στο κέλυφος απευθείας είτε για τη στερέωση ξύλινου πλαισίου, πάνω στο οποίο τεντωνόταν ακολούθως το δερμάτινο ηχείο. Η απώλεια των πλευρικών πλακών δεν μας επέτρεψε να εντοπίσουμε τις μεγάλες σχετικά οπές, αριστερά και δεξιά του διαμήκους άξονα του κελύφους, οι οποίες, λειτουργούσαν ως υποδοχείς των κάτω άκρων των ξύλινων πήχεων του οργάνου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απουσία των συνηθισμένων σε άλλες χέλυες μικρών οπών σε διάφορα σημεία του θόλου του οστράκου, πλην μίας, στο κέντρο περίπου του διαμήκους άξονα, η οποία πιθανότατα σχετίζεται με τη στερέωση του συστήματος πήχεις-ζυγός στο αντηχείο».
Μουσική στην αρχαία Ελλάδα
«Η μουσική ήταν παρούσα σε όλες σχεδόν τις περιστάσεις του βίου των αρχαίων Ελλήνων. Τα αγόρια των πολιτών διδάσκονταν γύρω στα δέκα χρόνια τους τραγούδι, λύρα και αυλό σε ιδιωτικό διδασκαλείο (κιθαριστής / δάσκαλος μουσικής). Πολλές οι σχετικές αναφορές στην αρχαία γραμματεία και πλούσια η εικονογραφική τεκμηρίωση σχολικών μαθημάτων μουσικής. Τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας μάθαιναν να τραγουδούν και να παίζουν όργανα (λύρα, αυλό, άρπα) στα πλαίσια των οίκων τους, δεξιότητες που διατηρούσαν και στην ενήλικη ζωή τους, όπως μαρτυρούν οι πολλές σχετικές παραστάσεις οικιακής μουσικής πράξης. Αργότερα, στη στρατιωτική τους θητεία, τα αγόρια εν χορώ μάθαιναν τα τραγουδούν εμβατήρια και παιάνες, ενώ τα έφηβα κορίτσια μετείχαν σε χορωδιακές-χορευτικές περιστάσεις στα πλαίσια θρησκευτικών εορταστικών εκδηλώσεων (παρθένεια). Λίγο-πολύ, λοιπόν, όλοι οι πολίτες αποκτούσαν ένα κάποιο ερασιτεχνικό επίπεδο στο τραγούδι, τον χορό, τη λύρα και τον αυλό», εξηγεί ο Στ. Ψαρουδάκης.
Και οι επαγγελματίες μουσικοί; Υπήρχαν γυναίκες που έπαιζαν μουσική έναντι αμοιβής; “Επαγγελματίες μουσικοί γίνονταν, κατά κανόνα, μόνον άνδρες, κιθαριστές και αυλητές, μέχρι και την Κλασική εποχή· επαγγελματίες γυναίκες μουσικοί θα εμφανιστούν με την πρόοδο του χρόνου, στα Ελληνιστικά χρόνια. Βέβαια, από την Αρχαϊκή εποχή υπήρχαν γυναίκες μουσικοί (αυλητρίδες, ψάλτριαι) που παρείχαν τις έμμισθες υπηρεσίες τους στα συμπόσια των ανδρών, αλλά αυτές ήσαν χαμηλού κοινωνικού επιπέδου, συνήθως δούλες ή ξένες”, αναφέρει ο μελετητής.
Και συμπληρώνει: «Επαγγελματίες μουσικοί, κιθαριστές και αυλητές, συνόδευαν τις θρησκευτικές πομπές (βλ. ζωφόρο Παρθενώνα), αυλητής συνόδευε τα τραγούδια των υποκριτών και του χορού στο θέατρο, αυλητής συνόδευε τους πενηνταμελείς χορούς αγοριών και ανδρών στους αγώνες διθυράμβου, αυλητής εμψύχωνε το στράτευμα στη μάχη και τους κωπηλάτες στις πολεμικές τριήρεις (τριηραύλης), αυλητής συνόδευε τους επινίκους των αθλητών μετά τη νίκη τους στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες (π.χ. Πινδάρου επίνικοι) αλλά και κατά τις προπονήσεις τους, αυλητής προέπεμπε το φέρετρο του νεκρού στην τελευταία του κατοικία. Επαγγελματίες κιθαριστές και αυλητές ανέβαιναν στο βήμα στα πλαίσια μουσικών αγώνων στο μουσικό είδος του νόμου για το έπαθλο της νίκης, στεφανωμένοι και ντυμένοι με πολυποίκιλτους ποδήρεις χιτώνες. Λύρα συνόδευε τους γαμήλιους υμεναίους των κοριτσιών, φίλων της νύφης, αλλά και τα δημοφιλή άσματα (μελική ποίηση) ανδρών και γυναικών συνθετών (πχ Τέρπανδρος, Σαπφώ, Αλκαίος, Ανακρέων, Ίβυκος, Κόριννα, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης, Τελέσιλλα). Η λύρα προσέφερε τέρψη και στους μοναχικούς, κατ’ ιδίαν, εκτελεστές της, όπως γίνεται σαφές από τη γραμματεία. Στα χρόνια των Μυκηναίων, λύρα (φόρμιγξ) συνόδευε τα έπη των αοιδών στα συμπόσια των αρχόντων».
Άλλα μουσικά όργανα, όπως τύμπανα, κύμβαλα και κρόταλα, προσέδιδαν το στοιχείο της έκστασης σε τελετές, όπως οι διονυσιακές, ενώ νέα όργανα άρχισαν να εμφανίζονται με την πάροδο του χρόνου. «Οι λάτρεις του Διονύσου, γυναίκες κατά κανόνα, έκρουαν σε έκσταση τύμπανα και κύμβαλα, συνοδεύοντας τον αυλό στις αρμόζουσες τελετές προς τιμήν του θεού, ενώ, πάλι σε διονυσιακού χαρακτήρα εκδηλώσεις, χορεύτριες ορχούντο με κρόταλα στα χέρια. Η αγροτική σύριγξ ψυχαγωγούσε τους ποιμένες στα όρη. Στα Ελληνιστικά χρόνια θα εμφανιστούν και νέα όργανα, όπως ο πλαγίαυλος (πλάγιο φλάουτο), η πανδουρίς (λαουτοειδές) και η ύδραυλις (υδραυλικό/πνευματικό κλειδοκύμβαλο). Με τη νεοφερμένη λατρεία της Αιγυπτίας θεάς Ίσιδος στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, θα εισαχθεί το σείστρον στον ελλαδικό χώρο. Για όλες αυτές τις μουσικές δραστηριότητες υπάρχει πλούσια εικονογραφία, ενώ ένας ακέραιος εν πολλοίς πρωτότυπος πλαγίαυλος και μέρη υδραύλεων έχουν βρεθεί», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αρχαιομουσικολόγος.
Αρχαίες μελωδίες
Πόσο κοντά στην πραγματικότητα μπορεί να βρίσκεται σήμερα η απόδοση της μουσικής της αρχαιότητας; «Από την ελληνική αρχαιότητα διαθέτουμε περί τις 70 παρτιτούρες σε πάπυρο, πέτρα ή μεσαιωνικά χειρόγραφα, πολύ λίγες ακέραιες, μερικές σχετικά εκτεταμένες, οι υπόλοιπες σε μορφή σπαράγματος. Όλες είναι όψιμες, δηλαδή από το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα και μετά, μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, τον 3ο/4ο αιώνα μ.Χ. Τις καλλίτερα σωζόμενες μελωδίες μπορούμε να τραγουδήσουμε με σχετική μόνον προσέγγιση στον τομέα του κουρδίσματος των κλιμάκων τους, καθώς δεν καθορίζεται από τη σημειογραφία σε ποια παραλλαγή (χρόα) του κουρδίσματος θα πρέπει να εκτελεστούν, ποια παραλλαγή δηλαδή είχε υπ’ όψιν του ο συνθέτης όταν έγραφε τη μελωδία», απαντά στην ερώτησή μας ο Στ. Ψαρουδάκης. Και επεξηγεί περαιτέρω:
«Δύο από τα αρχαία ελληνικά κουρδίσματα (μελωδικά γένη), το χρωματικόν και το εναρμόνιον, εξέλιπαν ήδη από τα τέλη της προχριστιανικής περιόδου· επιβίωσε μόνον το διατονικόν. Στη ρυθμική απόδοση, όταν έχουν με ασφάλεια καθοριστεί οι ρυθμοί (π.χ. “Δελφικοί ύμνοι” του 128/7 π.Χ., συνθέσεις Μεσομήδους 2ος αι. μ.Χ, “Επιτάφιον” Σεικίλου 2ος αι. μ.Χ.) είμαστε απολύτως σίγουροι, καθόσον οι αρχαίοι ρυθμοί είναι ίδιοι με τους νεοελληνικούς. Στις περιπτώσεις που οι ρυθμοί των μελωδιών είναι αμφίβολοι, η ρυθμική τους απόδοση είναι αβέβαιη. Στα ανακατασκευασμένα μουσικά όργανα προσεγγίζουμε αρκετά ικανοποιητικά τον αρχαίο ήχο, καθόσον έχουν ανασκαφεί πρωτότυπα όργανα (λύρες, αυλοί) που δίδουν ακριβείς κατασκευαστικές πληροφορίες. Αγνοούμε τις ρυθμικές αγωγές και τις δυναμικές των μελωδιών, την τοποθέτηση και ποιότητα της φωνής, καθώς και τον τρόπο της ετεροφωνικής συνοδείας των οργάνων, για την ύπαρξη της οποίας έχουμε πλέον αποδείξεις. Και βέβαια, είναι δύσκολο έως αδύνατον να ακούσουμε την αναβιωμένη μουσική με τα αυτιά των ανθρώπων για τους οποίους προοριζόταν, καθώς εμείς δεν έχουμε τις προσλαμβάνουσες του αρχαίου ακροατηρίου».
Όσο για τη σημασία της διεπιστημονικής προσέγγισης στη συντήρηση και στις οργανολογικές μελέτες αρχαίων οργάνων, ο κ. Ψαρουδάκης σημειώνει πως «τα τελευταία χρόνια προωθείται η φιλοσοφία της συλλογικής μελέτης και δημοσίευσης των μουσικών ευρημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, αρχαιολόγος, συντηρητής και οργανολόγος συμπράττουν σε όλα τα στάδια της μελέτης, από την έναρξη των εργασιών της συντήρησης έως την τελική δημοσίευση. Τέτοια, πρόσφατα, παραδείγματα είναι: η συνεργασία μας στην Α΄ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων, νυν Εφορεία Αρχαιοτήτων της Πόλεως των Αθηνών, τόσο στον πλαγίαυλο της Κοίλης (Όλγα Βογιατζόγλου – Βασιλική Μυλωνά – Στέλιος Ψαρουδάκης), όσο και στη λύρα και τον αυλό του “Τάφου 48” των Ήριων Πυλών (Αντωνία Κοκκολιού – Βασιλική Μυλωνά – Στέλιος Ψαρουδάκης), αλλά και εκείνη στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιώς & Νήσων για τα όργανα (αυλός, χέλυς, τρίγωνον) του επονομαζόμενου “Τάφου του ποιητή” στη Δάφνη Αττικής (Άγγελος Λιάγκουρας / Ευτυχία Λυγκούρη – Τατιάνα Παναγοπούλου – Στέλιος Ψαρουδάκης / Χρήστος Τερζής). Με τη στενή συνεργασία των τριών ειδικοτήτων, δίδεται συνολική εικόνα των ευρημάτων και των χώρων στους οποίους βρέθηκαν».
«Καθόσον αρχαιολόγος και συντηρητής δεν είναι συνήθως σε θέση να γνωρίζουν τα δομικά χαρακτηριστικά ενός αρχαίου μουσικού οργάνου, η παρουσία του οργανολόγου είναι απαραίτητη, προκειμένου να αξιολογηθούν με ασφάλεια τα δεδομένα του, να μειωθεί στο ελάχιστο η απώλεια πληροφορίας και να ολοκληρωθεί η ανάταξη του υλικού. Επιπλέον, η παράλληλη πορεία της συντήρησης με την οργανολογική μελέτη των διασωθέντων τμημάτων δύναται να τροφοδοτήσει έγκαιρα με σημαντικές πληροφορίες τον προσανατολισμό του συντηρητή στην διερεύνηση στοιχείων τεχνολογίας κατασκευής αλλά και να προσφέρει πληροφορία στο πεδίο της οργανολογικής μελέτης. Συχνά, συμπράττει και φυσικός ανθρωπολόγος, όταν πρόκειται για ταφή (περίπτωση “Τάφου 48” των Ήριων Πυλών), για τον καθορισμό του φύλου, την ηλικία και ενδεχόμενη νόσο», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Με το WordPress Automatic Plugin από την codecanyon
Πλέον στην ιστοσελίδα μας δημοσιεύονται αυτόματα άρθρα μέσω «RSS feeds».
Από όποια σελίδα μας τα προσφέρει!
Δεν φέρουμε καμιά απολύτως ευθύνη για το περιεχόμενο.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε Σε αυτή την τοποθεσία
Αν πιστεύεται πως αυτό το άρθρο πρέπει να διαγραφεί μην διστάσετε να μας βρείτε στα social media.