Τι είναι η «βιομηχανική» μουσική και πώς επηρέασε τη μουσική που ακούμε μέχρι σήμερα
Η βιομηχανική μουσική ή «industrial», όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, έχει εξελιχθεί με πολλούς τρόπους. Ενώ οι πιο διάσημοι εκφραστές του, όπως οι Ministry και οι Nine Inch Nails, το ένωσαν με το μέταλ, η επιρροή του εκτείνεται πολύ πιο πέρα, επηρεάζοντας είδη όπως η ηλεκτρονική μουσική, το hardcore punk, το hip-hop και το post-punk.
Ως ο καθοριστικός ήχος της τεχνολογικής εποχής της δεκαετίας του ‘90, η industrial μουσική παραμένει μια ηχηρή δύναμη ακόμη και σήμερα, που συνεχίζει να διαμορφώνει τον παλμό της σύγχρονης κουλτούρας—είτε στα κλαμπ του Βερολίνου, στα πειραματικά ροκ σόου ή σε εκλεκτικά σύγχρονα είδη όπως η hyperpop.
Όπως όλα τα σημαντικά πολιτιστικά κινήματα, η industrial μουσική έχει μια πλούσια ιστορία που διαμορφώθηκε από μια σειρά από μπάντες με μεγάλη επιρροή. Ωστόσο, το συγκρότημα που τα ξεκίνησε όλα ήταν οι Throbbing Gristle, η πρωτοποριακή μουσική και εικαστική συλλογικότητα που σχηματίστηκε στο ζοφερό, μεταβιομηχανικό τοπίο του Kingston upon Hull το 1975 από τους Genesis P-Orridge και Cosey Fanni Tutti. Το δίδυμο ήταν στο παρελθόν μέλος της πειραματικής ομάδας περφόρμανς Coum Transmissions, η οποία ιδρύθηκε επίσης στη συχνά παραμελημένη πόλη. Οι Throbbing Gristle θα συνέχιζαν να θέτουν τις βάσεις για τη industrial μουσική, συνδυάζοντας ακατέργαστα ηχητικά τοπία με μια προκλητική τέχνη που έπαιζε με τα όρια.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι στον πυρήνα τους, οι Throbbing Gristle ήταν μια αντιπολιτισμική ομάδα, η οποία με τη σειρά της έκανε το industrial – του οποίου ήταν βασικοί πρωτοπόροι – εγγενώς επίσης αντιπολιτισμικό. Όταν οι P-Orridge και Tutti συμμετείχαν στο Coum, η συλλογικότητά τους επηρεάστηκε από τον σουρεαλισμό, τους συγγραφείς της Beat Generation -φιλοσοφικούς προδρόμους της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960- και την underground μουσική. Η ανοιχτά ανατρεπτική τους στάση, αμφισβητώντας την υστεροφημία της βρετανικής κοινωνίας, έθεσε τα θεμέλια για αυτό που θα γινόταν οι Throbbing Gristle όταν προσχωρούσαν οι Chris Carter και Peter Christopherson.
Το ντεμπούτο άλμπουμ των Throbbing Gristle το 1977, The Second Annual Report, περιείχε το σλόγκαν του συγκροτήματος, «βιομηχανική μουσική για τους βιομηχανικούς ανθρώπους». Ο ίδιος ο όρος επινοήθηκε από τον καλλιτέχνη και συνθέτη Monte Cazazza, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του Industrial μέσω των ηχογραφήσεων του με τη δισκογραφική Industrial Records που ίδρυσαν οι Throbbing Gristle τα πρώτα χρόνια τους. Αν και δεν ήταν η μόνη εταιρεία που συνέβαλε στο είδος όλα αυτά τα χρόνια, με τις εταιρίες Wax Trax! και Nettwerk να βοηθούν στην επέκτασή του, ήταν σίγουρα η πιο σημαντική.
Με απλά λόγια, η ιδέα πίσω από τη βιομηχανική μουσική ήταν να ανταποκριθεί στον κοινωνικό αντίκτυπο και στον έλεγχο των πληροφοριών που έγιναν τα πρωταρχικά εργαλεία εξουσίας και που στην συνέχεια έγινε κι αυτή ένα άκρως εμπορικό είδος. Η χρήση της νέας μουσικής τεχνολογίας, όπως συνθεσάιζερ και συχνά αντιεξουσιαστικών στίχων και θεμάτων, είχε σκοπό να αμφισβητήσει τα μουσικά και κοινωνικά πρότυπα. Αυτό δημιούργησε την πιο προκλητική μουσική που είχε ακούσει ο κόσμος μέχρι τότε αλλά που σήμερα τελικά έγινε ένα με την εμπορική και ποπ μουσική.
Με το WordPress Automatic Plugin από την codecanyon
Πλέον στην ιστοσελίδα μας δημοσιεύονται αυτόματα άρθρα μέσω «RSS feeds».
Από όποια σελίδα μας τα προσφέρει!
Δεν φέρουμε καμιά απολύτως ευθύνη για το περιεχόμενο.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε Σε αυτή την τοποθεσία
Αν πιστεύεται πως αυτό το άρθρο πρέπει να διαγραφεί μην διστάσετε να μας βρείτε στα social media.