Κόσμος

Φόβοι για «φαινόμενο-ντόμινο» – Τι λένε Έλληνες σεισμολόγοι, το εφιαλτικό σενάριο – Galaksias.com

Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα της επιστημονικής κοινότητας είναι πως οι επιπτώσεις του φονικού σεισμού θα είναι τεράστιες, αφού σε αντίστοιχες περιπτώσεις οι νεκροί ξεπέρασαν τους 50.000. Mάλιστα, ως ένα εφιαλτικό σενάριο οι προβλέψεις κάνουν λόγο ακόμα και για 100.000 νεκρούς.

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Γεωλογίας και Φυσικών Καταστροφών Ευθύμιος Λέκκας, έκανε λόγο μεταξύ άλλων για το γνωστό «φαινόμενο ντόμινο», καθώς δεν πρόκειται για ρήγμα οριζόντιας ολίσθησης, δηλαδή δεν είναι ένα κατακόρυφο ρήγμα, κανονικό ή ανάστροφο, όπως λέγεται συνήθως, αλλά εκτείνεται σε μεγάλη περιοχή, ενώ πιθανότατα οι τάσεις που απελευθερώθηκαν από τον μεγάλο σεισμό θα μετακινηθούν κυρίως προς τον Νότο δίνοντας έναν ακόμη μεγάλο σεισμό και πλήττοντας ακόμη περισσότερο την πρωτεύουσα της χώρας.

«Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες», τόνισε ο κ. Λέκκας στον ΣΚΑΪ, αναφέροντας πως πέρα από τα γεωδυναμικά φαινόμενα θα πρέπει να υπολογίσουμε και τη σημαντική παράμετρο της τρωτότητας των κατασκευών, αφού τα κτήρια εκεί είναι σε άθλια κατάσταση, γεγονός που αποτυπώνεται εξάλλου και από το ότι οι καταρρεύσεις που βλέπουμε, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, εντός εισαγωγικών, θεαματικές.

Παράλληλα, ο ίδιος έκανε λόγο για μια τελείως διαφορετική κατάσταση στην Ταϊλάνδη, αφού εκεί βλέπουμε φαινόμενα εγγύς πεδίου. Ως εκ τούτου, ο αριθμός των 1.644 νεκρών που δίνεται μέχρι στιγμής επισήμως είναι τελείως πλασματικός και αναμφίβολα μικρός αφού, σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, έχουμε μια περιοχή που στα πρώτα 100 χλμ. από το επίκεντρο κατοικούν τουλάχιστον 5 με 6 εκατ. άνθρωποι.

Τα τρία φαινόμενα

Ταυτόχρονα, ο κ. Λέκκας μίλησε για «φαινόμενο ρευστοποίησης» εξηγώντας πως με αυτόν τον όρο προκύπτει το φαινόμενο ενός σταθερού πετρώματος που εξαιτίας ενός σεισμού μετατρέπεται σε υγρό, «καταπίνοντας» όλες τις κατασκευές που είναι θεμελιωμένες πάνω του.

Παράλληλα, «το δεύτερο φαινόμενο είναι οι μεγάλες κατολισθήσεις που τις βλέπουμε αλλά δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε το μέγεθός τους. Φανταζόμαστε ότι λόγω της μορφολογίας θα είναι εκτεταμένες», πρόσθεσε ο κ. Λέκκας.

Επιπλέον, το τρίτο και σημαντικότερο, κατά τον σεισμολόγο, είναι ότι το μήκος του ρήγματος, που περνάει από μεγάλες πόλεις, πόλεις της τάξεως των 500.000 και 1.000.000 πολιτών, είναι πολύ μεγάλο και υπολογίζεται στα 120 χλμ.

Οπως εξήγησε ο σεισμολόγος παρουσιάζοντας σχετικό χάρτη της περιοχής στον οποίο και έχει αποτυπωθεί η έντονη σεισμικότητα, μια ενδο-ορεινή κοιλάδα, όπου και βρίσκονται οι μεγάλες πόλεις, διατρέχει το ρήγμα που ενεργοποιήθηκε και υπολογίζεται στα 130 χλμ.

«Στη συνέχεια, μέσα στην κοιλάδα αυτή, αναπτύσσονται φαινόμενα, ουσιαστικά εγκλωβισμού σεισμικών κυμάτων», τόνισε, αναφέροντας πως οι εκατέρωθεν του ρήγματος περιοχές είναι ορεινές και αραιοκατοικημένες, για τις οποίες μάλιστα δεν υπάρχει ακριβής εικόνα για το τι έχει συμβεί.

«Σαν 334 ατομικές βόμβες»

Ο σεισμός στη Μιανμάρ, απελευθέρωσε ενέργεια ίση με 334 ατομικές βόμβες, λένε οι ειδικοί προσπαθώντας να εξηγήσουν το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσε η δόνηση. Πιθανολογούν μάλιστα ότι θα ακολουθήσουν μετασεισμοί κοντά στα 7 Ρίχτερ, που θα δώσουν το τελικό «χτύπημα» σε όσα κτήρια άντεξαν την αρχική δόνηση, την ώρα που η χώρα βρίσκεται ενώπιον μιας άνευ προηγουμένου ανθρωπιστικής κρίσης.

«Η ενέργεια που απελευθερώνεται από έναν τέτοιο σεισμό είναι ίση με 334 ατομικές βόμβες» τόνισε από την πλευρά της η γεωλόγος Τζες Φίνιξ στο CNNi.

Στα επιστημονικά σχετικά μοντέλα, το 67% των προβλέψεων κάνει λόγο για 10 μέχρι και πλέον των 100.000 νεκρών, ενώ το 65% των προβλέψεων μιλά για οικονομική ζημία από 10 μέχρι και πλέον των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, πιθανώς πέραν του ΑΕΠ της χώρας.

Καραστάθης: «Κίνδυνος παρόμοιου σεισμού σε γειτονικό μέρος»

Ιδιαίτερα επικίνδυνο χαρακτήρισε το ρήγμα που έδωσε τον φονικό σεισμό των 7,7 Ρίχτερ στη Μιανμάρ με τους χιλιάδες νεκρούς και ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, Βασίλης Καραστάθης.

«Η περιοχή που συνέβη ο σεισμός, η πληγείσα περιοχή είναι στα όρια των σφαιρικών πλακών. Το ρήγμα που προκάλεσε τον σεισμό έχει τεράστιο δυναμικό, έχει δώσει στον τελευταίο αιώνα 6 μεγάλους σεισμούς, άνω των 7 Ρίχτερ» τόνισε χαρακτηριστικά, ενώ υπογράμμισε πως «δεν μιλάμε για μια συνηθισμένη ζώνη ρηξιγενή αλλά για ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο το ρήγμα , με μήκος 1.200 χιλιομέτρων και μάλιστα μέσα στη χερσαία περιοχή, διασχίζει πόλεις το ρήγμα».

«Θεωρώ ότι έχει όλα τα στοιχεία για να γίνει πολύ επικίνδυνη κατάσταση» είπε ο ίδιος στην ΕΡΤ, τονίζοντας πως «έχει και μια εντελώς ευθύγραμμη συνεχή μορφή. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ρήγματα ευθύγραμμα και είναι μια ιδιότητα που του δίνει κάποιες εξαιρετικές ταχύτητες στη διάδοση της θραύσης της διάρρηξης που το κάνει αυτό ακόμη πιο επικίνδυνο».

Επιπλέον, ο κ. Καραστάθης υπογράμμισε πως «θα υπάρχει μια πλούσια δραστηριότητα η οποία θα διατηρηθεί για πάρα πολλούς μήνες».

Παπαζάχος: Οι τρεις ζώνες που μπορούν να δώσουν μεγάλο σεισμό στην Ελλάδα

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, Κώστας Παπαζάχος, ξεκαθάρισε πως «ένας σεισμός σαν της Μιανμάρ δεν μπορεί να γίνει οπουδήποτε».

Όπως τόνισε ο Κώστας Παπαζάχος στο Star, «για να δώσει ένας σεισμός τόσα πολλά Ρίχτερ με ένα ρήγμα εκατοντάδων χιλιόμετρων πρέπει να είναι σε μια ζώνη που μπορεί να τον φιλοξενήσει».

Επιπλέον, ο καθηγητής σημείωσε πως στον «ελληνικό χώρο τέτοιες ζώνες είναι κατά κύριο λόγο τρεις»:

  • Είναι κυρίως το εξωτερικό ελληνικό τόξο, από την Κεφαλονιά δηλαδή, νότια από την Πελοπόννησο, κατά μήκος των ακτών της Κρήτης και από Κάρπαθο έως τη Ρόδο.
  • Μετά είναι η τάφρος του βορείου Αιγαίου και στο κομμάτι προς την Κωνσταντινούπολη αλλά και η συνέχειά του το ρήγμα της Ανατολίας που έχει μεγάλα μήκη και μπορεί να δώσει τέτοιους σεισμούς.
  • Οριακά υπάρχει μία τελευταία ζώνη, η οποία περνάει από την Αμοργό όπου έχει γίνει ένας σεισμός μικρότερος από τον χθεσινό, αλλά πολύ σημαντικός.

Συνεπώς, «υπάρχουν μέρη στον ελληνικό χώρο και έχουμε τέτοιους σεισμούς, αλλά πολύ σπάνια», κατέληξε ο κ. Παπαζάχος.

Τσελέντης: Πώς η Ελλάδα κινδυνεύει από μακρινούς σεισμούς νότια της Κρήτης

Σύμφωνα με τον σεισμολόγο και πρώην διευθυντή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, Άκη Τσελέντη, ένας σεισμός όπως ο φονικός στη Μιανμάρ μπορεί υπό προϋποθέσεις να επηρεάσει και την Ελλάδα.

Ειδικότερα, όπως εξηγεί ο σεισμολόγος, λόγω του πολύ μικρού εστιακού βάθους του σεισμού στη Μιανμάρ, δημιουργήθηκε μια ειδική κατηγορία σεισμικών κυμάτων, τα επιφανειακά κύματα, τα οποία έχουν πολύ μεγάλες περιόδους και διαδίδονται στην επιφάνεια του εδάφους σε πολύ μεγάλες αποστάσεις.

Έτσι, ακόμα και μακρινοί σεισμοί μεγέθους 7,5 έως 8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ μπορούν να επηρεάσουν στην Ελλάδα τα πολύ ψηλά κτήρια, μεγάλες γέφυρες, αγωγούς παροχής φυσικού αερίου, ανεμογεννήτριες και άλλες κατασκευές, σύμφωνα με τον κ. Τσελέντη.

Με ανάρτησή του στο Facebook, ο γνωστός σεισμολόγος εξηγεί πώς επηρεάστηκε η πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε απόσταση 1.400 χλμ. από το επίκεντρο της δόνησης και πώς αυτό μπορεί να συμβεί και σε περιοχές της Ελλάδας σε περίπτωση σεισμού στο ελληνικό τόξο (νότια της Κρήτης, στην περιοχή σύγκρουσης της Ευρασιατικής με την Αφρικανική πλάκα).

Όπως εξηγεί ο κ. Τσελέντης, τα σεισμικά κύματα που διαδίδονται σε μεγάλες αποστάσεις χάνουν τις υψηλές συχνότητές τους, με αποτέλεσμα να παραμένουν χαμηλόσυχνα και να έχουν μεγάλες περιόδους ταλάντωσης. Αυτό οδηγεί στον συντονισμό των ψηλών κτηρίων, όπως οι ουρανοξύστες, οι γέφυρες, αλλά και εγκαταστάσεις όπως αγωγοί φυσικού αερίου και ανεμογεννήτριες, που έχουν ανάλογες ιδιοπεριόδους.

Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο των επιφανειακών κυμάτων που, εξαιτίας του μικρού εστιακού βάθους των σεισμών, μπορούν να διαδοθούν σε τεράστιες αποστάσεις, μεταφέροντας χαμηλόσυχνη αλλά διαρκή ταλάντωση. Στη Μιανμάρ, αυτή η ταλάντωση είχε καταστροφικά αποτελέσματα σε ψηλά κτήρια, παρά την απόσταση από το επίκεντρο, αναφέρει.

Οι σεισμοί της Αθήνας και των Κυθήρων

Ο Άκης Τσελέντης υπενθυμίζει ότι παρόμοια φαινόμενα έχουν καταγραφεί και στην Ελλάδα. Στον σεισμό των Κυθήρων το 2006, παρά την απόσταση άνω των 200 χλμ. από την Αθήνα, καταγράφηκαν ταλαντώσεις σε ψηλά κτήρια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έπεσαν αντικείμενα από ράφια.

Ακόμη, φέρνει παραδείγματα από τους δύο μεγάλους σεισμούς της Αττικής: το 1981, όπου επλήγησαν κυρίως οι τελευταίοι όροφοι των πολυώροφων κτηρίων, και το 1999, όπου επηρεάστηκαν περισσότερο μονοκατοικίες και τα πρώτα επίπεδα πολυκατοικιών, φανερώνοντας τη διαφορά στη φύση των δονήσεων.

Η ανάλυση του Τσελέντη καταλήγει με σαφή προειδοποίηση: σεισμοί μεγέθους 7,5 έως 8 Ρίχτερ στο ελληνικό τόξο είναι πιθανοί και ενδέχεται να επηρεάσουν υποδομές πολύ μακριά από το επίκεντρο, αν δεν ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες απαιτήσεις σεισμικής θωράκισης μεγάλων κατασκευών.

Τέλος, στο ερώτημα εάν κινδυνεύει η χώρα μας από αντίστοιχους μακρινούς σεισμούς που μπορεί σε βάθος χρόνου να συμβούν στο ελληνικό τόξο, ο κ. Τσελέντης, ξεκαθαρίζει «δυστυχώς, ναι».

Το βίντεο που παρέθεσε ο σεισμολόγος:

Αναπαραγωγή άρθου από εδώ

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button